
Κεφάλαιο Δεύτερο
Ο Θεός του Ισλάμ: Μοναδικότητα
…credo ut intelligum… γιατί δεν προσπαθώ να καταλάβω για να έχω πίστη, αλλά έχω πίστη για να καταλαβαίνω. Γιατί πιστεύω ακόμα και αυτό: Δεν θα καταλάβω εκτός αν πιστεύω… …
H Περίοδος της Άγνοιας
Γύρω στο έτος 610, ένας Άραβας έμπορος από την πλούσια πόλη της Μέκκας, στην περιοχή Χιτζάζ, της Αραβικής χερσονήσου, που ποτέ δεν είχε διαβάσει τη Βίβλο και μάλλον δεν είχε ακούσει τίποτα για τους προφήτες του Ισραήλ, είχε μια εμπειρία εκπληκτικά παρόμοια με αυτούς. Όπως κάθε χρόνο, το μήνα Ραμαντάν, ο Μοχάμεντ Ιμπν Αμπντάλαχ, ο Μωάμεθ, όπως τον αποκαλούμε στην Ελλάδα, μέλος της φυλής της Μέκκας Κουραίς, πήγαινε με την οικογένειά του να προσευχηθεί στο θεό των Αράβων στο όρος Χίρα, κάτι συνηθισμένο για τους Άραβες της χερσονήσου. Εκτός από την προσευχή, ο Μωάμεθ είχε και άλλα στο μυαλό του. Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος από την κατάσταση των Κουραίς και της Μέκκας. Πριν μερικές δεκαετίες, οι πρόγονοί του ζούσαν τη μίζερη ζωή των Βεδουίνων, με λιγοστά αγαθά και καθημερινή μάχη για νερό και τροφή, το καθημερινό δράμα των νομάδων της ερήμου. Τα τελευταία χρόνια του έκτου αιώνα όμως η ζωή στη Μέκκα άλλαξε ριζικά. Οι Κουραίς είχαν εκπληκτική επιτυχία στο εμ
πόριο και η Μέκκα έγινε ο σημαντικότερος οικισμός στην Αραβία. Είχαν πλουτίσει πέρα από κάθε τους όνειρο. Τα παλιά έθιμα της ευγενικής νομαδικής φυλής είχαν δώσει τη θέση τους σε έναν άγριο και ανελέητο καπιταλισμό. Ο άκρατος φυλετισμός και οι αδιάκοποι πόλεμοι ανάμεσα στις πολλαπλές φυλές της Αραβίας δεν είχαν τέλος. Ο Μωάμεθ ήξερε ότι οι Κουραίς, αλλά και όλοι οι Άραβες ήταν στο δρόμο της καταστροφής.
Οι Κουραίς, όπως όλοι οι Άραβες, λάτρευαν πολλούς θεούς, με πρώτο τον ΑΛ-ΛΑΧ που το όνομά του σήμαινε απλά ‘Ο Θεός’. Ο νέος τους θεός ήταν το χρήμα που τους έσωσε από την σκληρή νομαδική ζωή. Είχαν τώρα σχεδόν αρκετή τροφή και η Μέκκα εξελίχθηκε σε παγκόσμιο κέντρο εμπορίου. Τώρα ήταν κύριοι του εαυτού τους και πολλοί πίστεψαν ότι η νέα κατάσταση τους έκανε αθάνατους. Ο Μωάμεθ όμως, μαζί μερικούς άλλους έξυπνους της φυλής, ήξερε ότι αυτό θα ήταν η καταστροφή τους. Παλιά, πρώτα ήταν η φυλή και μετά το άτομο, τώρα ακριβώς το αντίθετο. Τώρα ο ατομικισμός είχε αντικαταστήσει την ομαδικότητα και ο ανταγωνισμός ήταν το νέο ιδανικό. Είχαν αρχίσει να βάζουν στο κέντρο της ζωής τον εγωτισμό και την απληστία.
Την εποχή εκείνη, κάθε πολιτική λύση ήταν αναγκαστικά θρησκευτικής φύσεως. Ο Μωάμεθ ήξερε ότι οι Κουραίς έκαναν το χρήμα νέα θρησκεία τους. Χάρις σ’ αυτό είχαν σωθεί από τα κακά της νομαδικής ζωής και τη συνεχή βία των πολεμικών συρράξεων με άλλες φυλές Βεδουίνων, όπου στις αφιλόξενες στέπες της αραβικής ερήμου, καθημερινά αντιμετώπιζαν την εξαφάνισή τους. Στο υπόλοιπο κομμάτι της Αραβικής χερσονήσου, η κατάσταση δεν ήταν πολύ καλύτερη. Οι Βεδουίνοι της ερήμου ζούσαν σε σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους για τις απαραίτητες ανάγκες της ζωής. Οι Άραβες, για να αντιμετωπίσουν τη σκληρή πραγματικότητα είχαν αναπτύξει μια ιδεολογία, το μουρουβάχ - που για πολλούς δυτικούς σημαίνει «ανδρισμός», αλλά είναι πιο κοντά στο δικό μας «φιλότιμο» - με την οποία αναπλήρωναν τις λειτουργίες της θρησκείας. Στην πραγματικότητα δεν είχαν θρησκεία. Υπήρχε ένα πάνθεον ειδωλολατρικών θεοτήτων που λάτρευαν υποτυπωδώς σε συγκεκριμένους τόπους λατρείας. Δεν είχαν όμως αναπτύξει μυθολογία ερμηνευτική της θέσης των θεοτήτων στη ζωή τους, ούτε γνώριζαν μετά θάνατο ζωή. Αναγνώριζαν μόνο το νταρχ, το χρόνο ή τη μοίρα. Το μουρουβάχ, ο ανδρισμός, το φιλότιμο, επέβαλε συγκεκριμένη στάση ζωής, ένα είδος θρησκευτικής προσήλωσης, πιο κοντά στην αρχαία Ελληνική αρετή: ο Άραβας έπρεπε να είχε ηρωισμό και αυταπάρνηση στη μάχη, να αντέχει τις κακουχίες, να είναι απόλυτα αφιερωμένος στη φυλή – και να υπακούει τυφλά και άμεσα στο σαγίντ, τον αρχηγό του. Έπρεπε να είναι ευγενής και μεγαλόψυχος σε όσους τον έχουν ανάγκη, να βοηθάει τους φτωχούς και τα ορφανά, να δίνει όλα του τα υπάρχοντα στον επισκέπτη – και να εκδικείται αμέσως το κακό που κάνουν άλλοι σε οποιοδήποτε μέλος της φυλής του.
Για να εξασφαλίσει την επιβίωση της φυλής, ο αρχηγός – σαγίντ – μοίραζε τον πλούτο του εξίσου σε όλους τους υπηκόους του, τους προστάτευε και έπαιρνε εκδίκηση για τον άδικο φόνο, με φόνο – αίμα για αίμα. Και δεν ήταν απαραίτητο να σκοτωθεί ο ίδιος ο δολοφόνος – που μπορούσε άλλωστε να εξαφανιστεί στην έρημο. Ένα οποιοδήποτε μέλος της εχθρικής φυλής αρκούσε. Η φυλετική εξομοίωση, στην προ-Ισλαμική Αραβία ήταν απόλυτη και αμείλικτη. Όσο βίαιη κι’ αν ήταν, εξασφάλιζε την ισότητα όλων και την αδιαφορία στα υλικά αγαθά – τόσο λίγα και πολύτιμα στη ζωή των νομάδων της ερήμου.
Στην τελευταία φάση της προ-Ισλαμικής περιόδου, που οι Μουσουλμάνοι αποκαλούν τζαχιλιγιάχ – περίοδος άγνοιας – οι Άραβες βρίσκονταν σε αναταραχή και πνευματική εγρήγορση. Τους περιέβαλαν δυο μεγάλες αυτοκρατορίες: οι Πέρσες Σασανίδες και το Βυζάντιο. Σύγχρονες ιδέες είχαν αρχίσει να διεισδύουν στην Αραβία και από τους δυο. Έμποροι που ταξίδευαν στη Συρία και το Ιράκ γυρνούσαν με απίστευτες ιστορίες για τα θαύματα του πολιτισμού. Οι ίδιοι οι Άραβες όμως, φαίνεται ότι ήταν καταδικασμένοι σε αιώνια βαρβαρότητα. Οι φυλές ήταν απασχολημένες σε ατέλειωτους πολέμους που δεν άφηναν περιθώρια για οποιοδήποτε προσπάθεια συνένωσής τους στο μεγάλο Αραβικό Έθνος που φαίνεται ότι προορίζονταν. Στην κατάσταση που ήταν δεν θα μπορούσαν να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους και να ιδρύσουν τον πολιτισμό τους. Ήταν ευάλωτοι σε ξένες παρεμβάσεις και εκμετάλλευση. Πράγματι, η πιο εύφορη και σημαντική περιοχή της Αραβικής χερσονήσου, η σημερινή Υεμένη (με την ευλογία των μουσώνων) ήταν επαρχία των Περσών.
Ο Μωάμεθ ήταν άνθρωπος εξαιρετικής ευφυΐας. Όταν πέθανε, το 632, είχε καταφέρει να ενώσει όλες σχεδόν τις φυλές των Αράβων σε μια νέα κοινότητα, την ούμα. Είχε φέρει στους Άραβες μια νέα, πρωτοφανή γι’ αυτούς πνευματικότητα, που ταίριαζε στις παραδόσεις τους και είχε απελευθερώσει τέτοιες δυνάμεις, που μέσα σε εκατό χρόνια είχαν ιδρύσει τη δική τους αυτοκρατορία, από τα Ιμαλάια μέχρι τα Πυρηναία, και είχαν αναπτύξει δικό τους πολιτισμό. Κι’ όμως, εκείνη την ημέρα του μήνα Ραμαντάν του έτους 610, στην προσευχή του στο όρος Χίρα, ο Μωάμεθ δεν μπορούσε να φανταστεί τις τόσες επιτυχίες που τον περίμεναν. Όπως πολλοί από τους συμπατριώτες του, ο Μωάμεθ ήξερε ότι ο Αλ-Λάχ που πίστευαν οι Άραβες, ήταν ίδιος με το Θεό των Χριστιανών και των Εβραίων. Πίστευε επίσης ότι μόνο ένας προφήτης του Θεού αυτού θα μπορούσε να λύσει τα προβλήματα του λαού του, αλλά δεν πίστευε ότι ο προφήτης αυτός θα ήταν ο ίδιος.
Τον έβδομο αιώνα, οι περισσότεροι Άραβες πίστευαν ότι η Καάμπα, η τεράστια πέτρα σε σχήμα κύβου στο κέντρο της Μέκκας, σαφώς από πολύ αρχαία χρόνια, ήταν δώρο του Αλ-Λαχ. Όλοι οι κάτοικοι της Μέκκας ήταν περήφανοι για την Καάμπα τους. Κάθε χρόνο, Άραβες από όλη τη χερσόνησο έκαναν το χατζ, έρχονταν να την προσκυνήσουν, τελώντας τις απαραίτητες τελετές για αρκετές μέρες. Στη διάρκεια αυτών των τελετών, απαγορεύονταν όλες οι βιαιοπραγίες, αφήνοντας έτσι τους επισκέπτες να ασχοληθούν ελεύθερα και χωρίς φόβο με τις εμπορικές τους συναλλαγές, που είχαν κάνει τόσο πλούσιους τους Κουραίς. Εκτός από πλούτη, είχαν αποκτήσει και σημαντικό κύρος, σαν επίσημοι επιστάτες της Καάμπα και τα γύρω από αυτήν ιερά τεμένη. Όμως, ο Αλ-Λαχ, ενώ είχε ευνοήσει τους Κουραίς, δεν είχε στείλει ποτέ έναν προφήτη του σε αυτούς, όπως τον Αβραάμ, τον Μωυσή ή τον Ιησού, ούτε είχαν δικιά τους Γραφή, στη γλώσσα τους.
Οι Άραβες της χερσονήσου ήταν πολύ περήφανοι άνθρωποι. Αν και αναγνώριζαν την πνευματική υπεροχή των αλλοφύλων που τους περιέβαλαν, δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν τις θρησκείες τους. Οι Βυζαντινοί από τα δυτικά, οι Εβραίοι από τα βόρεια, οι Πέρσες από τα ανατολικά είχαν διεισδύσει στην Αραβική χερσόνησο, χωρίς μεγάλες επιτυχίες στη μετάδοση του πολιτισμού τους στους Βεδουίνους. Οι πόλεις Γιαθρίμπ (αργότερα Μεδίνα) και Φαντάκ, είχαν σημαντικές αποικίες αλλοθρήσκων, ιδιαίτερα Εβραίων, αλλά οι Βεδουίνοι, διάσπαρτοι σε όλη την έρημο, δεν είχαν σχέση με αυτούς. Λίγοι μόνο νομάδες στα βόρεια και ανατολικά είχαν ασπασθεί τον Νεστοριανό Χριστιανισμό και ακόμα λιγότεροι τον Ιουδαϊσμό. Το τελευταίο πράγμα που ήθελαν οι Άραβες ήταν να ασπασθούν τις θρησκείες των καταπιεστών και ιμπεριαλιστών που τους εκμεταλλεύονταν.
Όμως, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν καιρός να ενωθούν και να αποκτήσουν μια νέα, μονοθεϊστική θρησκεία. Την πολιτική και πολιτιστική αυτή αναγκαιότητα είχε αναγνωρίσει ο Μωάμεθ. Και άλλοι πριν απ’ αυτόν είχαν αναγνωρίσει την αναγκαιότητα αποκάλυψης μιας νέας ιδεολογίας, μιας νέας, της αληθινής, θρησκείας των Αράβων, που θα τους οδηγούσε στο πεπρωμένο τους. Ο Ζαγίρ Ιμπν Αμρ, αρχηγός των Κουραίς είχε δημόσια δηλώσει ότι οι Κουραίς έπρεπε να βρουν τον δρόμο για τον θεό του Αβραάμ και να πείσουν τους άλλους Άραβες να τον αποδεχτούν[7].
Η επιθυμία του Ζαγίρ για θεϊκή αποκάλυψη στους Κουραίς εκπληρώθηκε στο όρος Χίρα το έτος 610, την έβδομη νύχτα του μήνα Ραμαντάν, όταν ο Μωάμεθ αιφνιδιάστηκε στον ύπνο του από μια έντονη θεϊκή παρουσία. Εξήγησε αργότερα στους συγγενείς του – με τυπικά Αραβικές εικόνες - ότι αισθάνθηκε να τον σηκώνει ένας άγγελος και να του δίνει τη σαφή εντολή: Ίκρα!, δηλαδή ‘απάγγειλε!’. Αυτός αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο που είχαν αντιδράσει πριν από αυτόν οι προφήτες του Ισραήλ, φοβήθηκε και είπε «δεν είμαι απαγγελτής (ιστορός)». Δεν ήταν καχίν, ιστορός, παραμυθάς, ή ρήτορας[8]. Ο άγγελος όμως δεν τον άφησε ήσυχο και τον διέταξε, αυτή τη φορά με ένταση: ίκρα! Και αυτός βρήκε στο στόμα του το Λόγο του Θεού, πρώτη φορά στην Αραβική γλώσσα[9] :
Διάβασε με το όνομα του Κυρίου σου που δημιούργησε (1)
Έπλασε τον άνθρωπο από ένα (απλό) θρόμβο πηκτού αίματος (2)
Διάβαζε! Και ο Κύριός σου είναι ο πλέον Γενναιόδωρος (3)
Που δίδαξε (τη χρήση) της Γραφίδας (της πέννας) (4)
Δίδαξε τον άνθρωπο ότι δεν ήξερε (5)
Ο Λόγος του Θεού είχε δοθεί για πρώτη φορά στην Αραβική γλώσσα και τελικά θα έμενε γνωστή σαν Κου’ραν, ‘η απαγγελία’, ή επί το Ελληνικότερο, το Κοράνι.
Ο Μωάμεθ ξύπνησε τρομαγμένος ότι είχε γίνει απλός και αμφισβητούμενος καχίν, απαγγελτής, που οι άνθρωποι προσέφευγαν για να βρουν τη χαμένη καμήλα τους. Ο Μωάμεθ και οι οπαδοί του δεν έπαυσαν ποτέ να τονίζουν την διαφορά του Κορανίου από την παραδοσιακή Αραβική απαγγελία ιστοριών. Ο ίδιος ο Μωάμεθ, περιγράφει ως εξής την εμπειρία του [10]:
Στα μέσα του δρόμου προς το βουνό, άκουσα μια φωνή από τον ουρανό να μου λέει: Μωάμεθ, είσαι ο απόστολος του Θεού κι’ εγώ είμαι ο Γαβριήλ» Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα έναν άνθρωπο με τη μορφή του Γαβριήλ και με τα πόδια του στον ορίζοντα…
Τρομαγμένος, ο Μωάμεθ σύρθηκε μέχρι τη γυναίκα του Χαντίγια και ζήτησε να τον προστατεύσει. Το φαινόμενο όμως επαναλήφθηκε και για πολλά χρόνια ο Μωάμεθ έφερε στους Άραβες το Λόγο του Θεού, σε αντίθεση με τις Εβραϊκές Τορα που αποκαλύφθηκαν στον Μωυσή μονομιάς στο όρος Σινά, το Κοράνι αποκαλύφθηκε στο Μωάμεθ λίγο-λίγο, σταδιακά, στοίχο-στοίχο, σε περίοδο είκοσι τριών χρόνων. Η αποκάλυψη ήταν μακρά και επίπονη. Στους μετέπειτα χρόνους του ο Μωάμεθ είχε πει: «Ποτέ δεν έλαβα μια αποκάλυψη χωρίς να αισθανθώ ότι η ψυχή μου έβγαινε από μέσα μου»[11]. Έπρεπε να ακούει με προσοχή το Θείο Λόγο, προσπαθώντας να καταλάβει κάτι που δεν ήταν πάντα κατανοητό γι’ αυτόν. Ορισμένες φορές, το νόημα του μηνύματος ήταν ξεκάθαρο, άλλες πάλι ήταν εντελώς ακατανόητο. Ίδρωνε ακόμα και τις πιο κρύες νύχτες, προσπαθώντας να καταλάβει το μήνυμα που έπρεπε μετά να απαγγέλλει.[12]
Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Μωάμεθ υπέφερε τόσο πολύ κατά τη διάρκεια της αποκάλυψης: όχι μόνο ετοίμαζε μια νέα πολιτική λύση για τους Άραβες, αλλά συνέθετε ένα από τα κλασσικότερα έργα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Κατάλαβε ότι επρόκειτο να βάλει στα Αραβικά τα λόγια του Θεού, γιατί το Κοράνι είναι για το Ισλάμ τόσο κεντρικό όσο ο Ιησούς για τον Χριστιανισμό: ο Λόγος του Θεού.
Ο Προφήτης
Ξέρουμε περισσότερα για το Μωάμεθ από ότι για οποιονδήποτε άλλον ιδρυτή θρησκείας και στο Κοράνι, του οποίου οι Σούρες (κεφάλαια) χρονολογούνται με σχετική ακρίβεια, βλέπουμε πώς τα οράματα του Μωάμεθ εξελίσσονται από τοπικής σημασίας παρεμβάσεις, σε παγκόσμιας εμβέλειας οράματα. Στην αρχή, ο Μωάμεθ δεν μπορούσε να φανταστεί όλα όσα έπρεπε να εκπληρώσει. Αυτά του αποκαλύπτονταν σιγά-σιγά, καθώς καταλάβαινε την εσωτερική λογική των γεγονότων. Στο Κοράνι, έχουμε ένα χρονικό σχολιασμό των πηγών του Ισλάμ, μοναδικό στην ιστορία των θρησκειών. Στο Ιερό αυτό Βιβλίο, ο Θεός φαίνεται να σχολιάζει την κατάσταση που διαμορφώνεται: απαντά στις κριτικές για τον Μωάμεθ, εξηγεί τη σημασία των μαχών και των τοπικών διενέξεων στις πρώτες Μουσουλμανικές κοινότητες και σημειώνει την Θεία διάσταση της ανθρώπινης ζωής. Το κοράνι δεν αποκαλύφθηκε στον Μωάμεθ στη σειρά που το διαβάζουμε σήμερα, αλλά με σειρά τέτοια που επέτρεπε την καλύτερη χρονική και εννοιολογική αντίληψη των γεγονότων. Καθώς του αποκαλύπτονταν τα κομμάτια, ο Μωάμεθ που δεν ήξερε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει, έπρεπε να τα απαγγέλλει δυνατά, να τα μαθαίνει απ’ έξω, να τα επαναλαμβάνει πολλές φορές στους οπαδούς του, μέχρι που και αυτοί να τα μάθαιναν απ’ έξω, ώσπου κάποιοι εγγράμματοι να τα γράψουν στο χαρτί. Είκοσι περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Μωάμεθ, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η πρώτη συλλογή των αποκαλύψεων. Οι εκδότες έβαλαν τα μεγαλύτερα κεφάλαια στην αρχή και τα συντομότερα στο τέλος. Η κατάταξη αυτή δεν είναι τόσο τυχαία όσο θα νόμιζε κανείς: το Κοράνι δεν είναι ούτε αφηγηματικός λόγος, ούτε κατάλογος ισχυρισμών ή επιχειρημάτων. Δεν είναι συμπαγής καταγραφή λογικών προτάσεων. Δεν είναι δομημένος συλλογισμός ή σειρά παρεμβάσεων. Δεν είναι καν βιβλίο συμβουλών και κρίσεων. Είναι αντανάκλαση πάνω σε πολλά θέματα: η παρουσία του Θεού στο φυσικό κόσμο, η ζωή των προφητών, η Ημέρα της Κρίσεως, και πολλά άλλα.
Για τους Δυτικούς, που δεν είναι σε θέση να καταλάβουν την εξαιρετική ομορφιά της Αραβικής γλώσσας, το Κοράνι φαίνεται βαρετό και επαναλαμβανόμενο. Το Κοράνι όμως δεν προοριζόταν για προσωπική μελέτη αλλά για δημόσια τελετουργική απαγγελία. Όταν οι Μουσουλμάνοι ακούνε μια σούρα να τραγουδιέται στο τζαμί, αναπολούν την κεντρική ουσία της θρησκείας τους.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Μουσουλμάνοι αρχίζουν να αναφέρονται στη Δύση σαν «Μωαμεθανοί» και η θρησκεία τους «Μωαμεθανισμός»: μια συνέπεια της αποικιοκρατίας, ένας μάλλον ηθελημένος τρόπος υποτίμησης της σημασίας του κόσμου του Ισλάμ. Η ‘συνήθεια’ αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μισά του 20ου αιώνα, όταν άλλαξε η πολιτική και πολιτιστική δομή του κόσμου, κυρίως με την εν μέρει εξαφάνιση της αποικιοκρατίας[13]. Οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται το σεβασμό που οι Μουσουλμάνοι αποδίδουν στον Προφήτη τους σαν λατρεία. Οι Μουσουλμάνοι δεν αναφέρονται ποτέ στον εαυτό τους σαν «Μωαμεθανοί», γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι λατρεύουν τον Μωάμεθ όπως οι Χριστιανοί λατρεύουν τον Ιησού. Κάτι τέτοιο είναι για τους Μουσουλμάνους άκρως υβριστικό. Ο Αγγελιοφόρος ήταν Προφήτης και όχι Θεός. Οποιοσδήποτε τέτοιος υπαινιγμός προσβάλλει τις βασικές αρχές του Ισλάμ και τον πρώτο πυλώνα της Μουσουλμανικής πίστης: «Δεν υπάρχει άλλος θεός από τον Θεό και Προφήτης Αυτού ο Μωάμεθ». Το Κοράνι, στην πρώτη Σούρα, ρητά αναφέρει ότι οι Μουσουλμάνοι λατρεύουν μόνο τον Ένα και Μοναδικό Θεό και σε Αυτόν προσεύχονται [14]:
Στο όνομα του Αλ-Λαχ, του Παντελεήμονα, του Πολυεύσπλαχνου (1)
Η Δόξα ανήκει στον Αλ-Λαχ, τον άρχοντα όλων των κόσμων (2)
Τον Παντελεήμονα, τον Πολυεύσπλαχνο (3)
Τον Ηγεμόνα της Ημέρας της Κρίσης (4)
Εσένα μόνο λατρεύουμε και Εσένα μόνο ικετεύουμε για να μας
παρέχεις τη βοήθειά Σου (5)
Αυτό σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι ο ρόλος του Προφήτη στο Ισλάμ είναι μικρός ή συνηθισμένος ή και ήσσονος σημασίας από αυτόν του Ιησού στο Χριστιανισμό. Μάλλον το αντίθετο ισχύει. Λόγω του μεγάλου εύρους των Ισλαμικών κανόνων, υπάρχουν πολύ περισσότερες πράξεις, σκέψεις και λέξεις που αποδίδονται στον Μωάμεθ, από όσες αποδίδονται στον Ιησού. Η διαφορά δεν έγκειται τόσο στις ιστορικές επιρροές των δυο προσώπων, ή στο βαθμό επιρροής τους στους οπαδούς των δυο θρησκειών, αλλά μάλλον στη διαφορετική σημασία που αποδίδεται στα έργα και τα λόγια τους. Οι Μουσουλμάνοι, όλων των πεποιθήσεων, διακρίνουν ανάμεσα στα λόγια του Μωάμεθ, με την ιδιότητά του σαν Προφήτη και Αγγελιοφόρο του Θεού – που βρίσκονται στο Κοράνι, και σε αυτά, μικρότερης σημασίας, που έχουν συλλεχθεί από συγχρόνους του σε μια δευτερεύουσα Γραφή, ονομαζόμενη Χαντίθ (Παράδοση). Αν και υφίσταται μια κάποια ασάφεια μεταξύ των δυο, σχολιαστές, Μουσουλμάνοι και μη, συμφωνούν ότι η διαφορές είναι σημαντικές.
Οι τρεις λοιπόν πηγές της Μουσουλμανικής θρησκείας, με βάση τις οποίες οι Μουσουλμάνοι – των διαφόρων σχολών και πεποιθήσεων – ασκούν την πίστη τους είναι οι εξής:
- Κου’ραν, Το Κοράνι
- Σίρα, η Βιογραφία του Προφήτη και πρακτικές που ακολούθησε ο ίδιος
- Χαντίθ, οι παραδόσεις που αφορούν στα έργα και τα λόγια του
Θα εξετάσουμε κάθε μια από αυτές ξεχωριστά.
Σίρα – Η Βιογραφία
Ο Μωάμεθ υπήρξε τόσο μεγάλη και σημαντική, παγκόσμιας σημασίας, προσωπικότητα, που είναι δύσκολο να θεωρήσουμε ότι είχε και προσωπική ζωή, και μάλιστα ότι έζησε σε έναν κόσμο χωρίς ιστορικά αρχεία, όπου η ιστορία περιβάλλεται από το μύθο και τα ιστορικά γεγονότα είναι ουσιαστικά απρόσιτα. Τα γεγονότα της ζωής του, προσεκτικά συλλεγμένα από υπαινιγμούς και έμμεσες αναφορές στο Κοράνι και από προφορικές μαρτυρίες οπαδών και διαδόχων του, καταγράφηκαν έναν αιώνα μετά το θάνατό του, σε συνθήκες δραματικά διαφορετικές από αυτές υπό τις οποίες έζησε. Τότε, οι θριαμβευτικές Αραβικές φυλές, κάτω από την νικηφόρα σημαία του Ισλάμ, είχαν ήδη διασπάσει το φράγμα της Αραβικής χερσονήσου και είχαν εξαπλωθεί στις γύρω – κατ’ αρχήν – περιοχές κυριεύοντας πολύ πιο πολιτισμένες χώρες, όπως την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, τη Μεσοποταμία, τα Περσικά υψίπεδα. Πολύ πιο ανεπτυγμένοι πολιτισμοί, ο Ζωροαστρισμός, ο Χριστιανισμός και ο Ιουδαϊσμός, βρέθηκαν υπό Αραβική κηδεμονία. Οι φυλές των Αράβων, ενωμένες κάτω από τη σημαία του Προφήτη, σταμάτησαν τις μεταξύ τους εχθροπραξίες (αλλά όχι και τις θρησκευτικό-ιδεολογικές τους διαφορές) και ξεχύθηκαν να καταλάβουν τον κόσμο. Άρχισαν να δέχονται – για πρώτη φορά – την κριτική θεολόγων από άλλες θρησκείες. Είναι αλήθεια ότι η σημασία της νέας θρησκείας δεν έγινε αμέσως αντιληπτή από τους περισσότερους θεολόγους του Χριστιανισμού: Για τουλάχιστον τρεις αιώνες, η νέα θρησκεία του Ισλάμ θεωρήθηκε από τόσο μεγάλους Χριστιανούς θεολόγους, όπως ο Μέγας Αθανάσιος, σαν αίρεση της Χριστιανικής θρησκείας, και μάλιστα λιγότερο αποκλείνουσα από άλλες αιρέσεις της εποχής όπως ο Αρειανισμός και ο Νεστοριανισμός!
Η ζωή του Προφήτη έφθασε σε εμάς από πηγές ερμηνευτικές και απολογητικές. Ερμηνευτικές γιατί επιχειρούν να εξηγήσουν πώς, πότε και κάτω από ποιες συνθήκες διάφορες σούρες του Κορανίου δόθηκαν στον Προφήτη, απολογητικές γιατί επιδιώκουν να ενισχύσουν τον Προφήτη ενόψει της κριτικής που ασκούσαν σε αυτόν οι εχθροί του Ισλάμ, μέσα και έξω από τους Άραβες της χερσονήσου. Οι τελευταίες, ιδιαίτερα, περιλαμβάνουν ρητορικούς χαρακτηρισμούς υπερφυσικού χαρακτήρα που αντικρούουν σκεπτικιστές και προκατειλημμένους κριτικούς της Προφητικής του ιδιότητας. Οι πρώτες, αν και προφανώς ιστορικά πιο πολύτιμες, μειονεκτούν από το γεγονός ότι γράφτηκαν πολλά χρόνια μετά το θάνατό του, και επομένως οι συγγραφείς τους βασίζονται σε φήμες, ιστορήσεις και ανεπιβεβαίωτα γεγονότα. Η πρώτη ιστορικά αξιοποιήσιμη βιογραφία που έχουμε είναι από το έργο του Ιμπν Ισακ[15] ο οποίος πέθανε το 767 σ.ε.[16], 135 χρόνια μετά το θάνατο του Μωάμεθ. Μια πληρέστερη, αλλά μεταγενέστερη βιογραφία είναι αυτή του Ιμπν Χισάμ[17] (πέθανε το 833 σ.ε.). Άλλες ενδιαφέρουσες βιογραφίες του Προφήτη, είναι των Αλ-Ουακιντί[18](π. 823) και Ιμπν Σαα’ντ[19] (π. 845)
Η διαφορά των τουλάχιστον εκατό ετών ανάμεσα στο θάνατο του Μωάμεθ και των πρώτων βιογραφιών του καθιστά πολύ δύσκολη την επιβεβαίωση των γεγονότων, ιδιαίτερα αν σκεφθούμε ότι την εποχή εκείνη οι Άραβες ήταν απασχολημένοι καταλαμβάνοντας τη περιοχή της Εύφορου Ημισελήνου, της περιοχής από την Ιορδανία μέχρι την ανατολική Τουρκία[20].
Ο Μωάμεθ γεννήθηκε το 570 σ.ε. στη Μέκκα, στην πόλη του τεμένους της Καάμπα. Οι Μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι η Καάμπα χτίστηκε από τον Αβραάμ (Ιμπραήμ) κατ’ εντολή του Θεού. Όπως είπαμε πιο πάνω, τα μέλη της φυλής του Μωάμεθ, οι Κουραίς, ήταν οι επίσημοι φύλακες του τεμένους. Η Μέκκα είναι χτισμένη κοντά – αλλά όχι πάνω – στις εμπορικές οδούς που συνδέουν τη μεσόγειο με την νότιο Αραβία και τον Ινδικό Ωκεανό. Τα καραβάνια που ταξίδευαν εκεί έκαναν τη μικρή παράκαμψη, λόγω κυρίως της ιερότητας της πόλης. Το μονοπώλιο των Κουραίς πάνω στο ιερό τέμενος ήταν πανάρχαιο και αποδεικνύεται με το όνομα Χουμ (άνθρωποι του τεμένους) που τους αποδίδεται. Οι ίδιοι, ξεχώριζαν τον εαυτό τους με επιμονή από τους γύρω Βεδουίνους, φορώντας ειδικά ρούχα. Οι Κουραίς δεν έφευγαν ποτέ από το τέμενος και αρνιόντουσαν να συμμετέχουν σε άλλες τελετές μακριά από αυτό (χαράμ). Ο παππούς του Μωάμεθ είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη γιατί είχε καθιερώσει την παροχή τροφής και νερού σε όλους τους προσκυνητές του τεμένους. Είχε ξανασκάψει το αρχαίο πηγάδι Ζαμζ’αμι που σχετιζόταν με τον Αβραάμ. Ο Μωάμεθ έμεινε ορφανός σε ηλικία 6 ετών και ανατράφηκε από τον παππού του και αργότερα από τον θείο του (αδελφό της μητέρας του) Αμπου Ταλίμπ. Σε μικρή ηλικία μπήκε στην υπηρεσία της Χαντίγια, μιας πλούσιας χήρας, και έκανε πολλά εμπορικά ταξίδια στη Συρία. Αυτή εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το νεαρό που τον παντρεύτηκε. Ο Μωάμεθ, ο οποίος κατά τα ειωθότα της εποχής παντρεύτηκε τουλάχιστον άλλες εννέα γυναίκες, παρέμεινε πιστός στην Χαντίγια σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Παρά την προχωρημένη ηλικία της (τον παντρεύτηκε σε ηλικία 40 ετών) του χάρισε επτά παιδιά, μεταξύ των οποίων και τρεις γιους που πέθαναν σε βρεφική ηλικία.
Σε ηλικία 40 ετών, ο Μωάμεθ άρχισε να κάνει ετήσια προσκυνήματα στο όρος Χίρα, όπου το 610 είχε την πρώτη του προφητική εμπειρία, όπως είπαμε προηγούμενα. Ο Μωάμεθ φανέρωσε στην αρχή τα οράματά του μόνο στη Χαντίγια και τον γιο του θείου του Άλι. Και οι δυο δέχτηκαν το θεόσταλτο μήνυμα και ενθάρρυναν τον Προφήτη. Για πολλά χρόνια ο Μωάμεθ δεν παρουσίαζε το μήνυμά του στο κοινό των Κουραίς, οι οποίοι όταν το έμαθαν δεν το απεδέχθησαν χωρίς αντιδράσεις. Το Κοράνι μόνο υπαινίσσεται την αντίδραση των Κουραίς στο μήνυμα του Προφήτη
Η Χαντίγια πέθανε τον ίδιο χρόνο. Ο Μωάμεθ παρέμενε πιστός σε αυτή σε όλη τη ζωή της και αυτή υπήρξε ο μεγαλύτερος υποστηρικτής του. Τον ίδιο χρόνο, ο Μωάμεθ έχασε τον άλλο μεγάλο μέντορά του, τον Αμού Ταλίμπ, που τον προστάτευε από την εχθρότητα της φυλής του. Μετά από αυτά, ο Μωάμεθ ήταν πιο εκτεθειμένος και ευάλωτος στις επιθέσεις της αριστοκρατίας των Κουραΐς. Οι οπαδοί του ήταν κυρίως από τις φτωχότερες και πιο αδύναμες τάξεις τους. Η επιτυχία του ήταν σαφώς καλύτερη ανάμεσα στους Βεδουίνους που επισκέπτονταν την Μέκκα, ιδιαίτερα στους επισκέπτες από την Γιαθρίμπ (Μεδίνα), που τον προσκάλεσαν να επισκεφθεί την πόλη τους. Η Γιαθρίμπ βρισκόταν 450 χιλιόμετρα βόρειο-ανατολικά της Μέκκας. Οι κάτοικοί της ήταν χωρισμένοι σε φατρίες και φυλές, τρεις από τις οποίες, οι Κουραΐζα, οι Καϊνούκα και οι Ναντίρ, είχαν υιοθετήσει μια μορφή Ιουδαϊσμού (όπως και ορισμένες άλλες Αραβικές φυλές είχαν προσχωρήσει σε ορισμένες μορφές Χριστιανισμού). Μια αντιπροσωπεία των κατοίκων της Γιαθρίμπ, κάλεσε τον Μωάμεθ να επισκεφθεί την πόλη τους και να αναλάβει χρέη μεσολαβητή μεταξύ τους. Το 622 σ.ε., δώδεκα χρόνια μετά την έναρξη της προφητικής του δραστηριότητας, ο Μωάμεθ πήγε στην Γιαθρίμπ, η οποία έκτοτε ονομάστηκε Μεντίνα (στα Ελληνικά, Μεδίνα ή Μαντίνα), δηλαδή ‘Πόλη του Προφήτη’. Η μετάβασή του Μωάμεθ στην Μεδίνα θεωρείται από τους Μουσουλμάνους η αρχή της προφητικής του αποστολής και είναι επίσης η αρχή του Μουσουλμανικού ημερολογίου. Ονομάζεται Χίτζρα (ή εγίρα στα Ελληνικά).
Η Απεικόνιση του Προφήτη
Οι απεικονίσεις του Προφήτη του Ισλάμ, σε όλη την ιστορία του, είναι ελάχιστες. Μια από τις παλαιότερες και πιο γνωστές, είναι αυτή από το περίφημο χειρόγραφο του Ρασίν Αλ-Ντιν από το 1307, που σήμερα βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Δείχνει τον Προφήτη καθισμένο σε βράχους και δίπλα του τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, να τον πλησιάζει από αριστερά, δείχνοντας με τον δείκτη του δεξιού του χεριού. Αν και η εικόνα αυτή του Προφήτη, έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί από σημαντικούς Μουσουλμάνους συγγραφείς και θεωρείται σημαντικό έργο τέχνης, υπάρχουν πολλοί περισσότεροι που ενοχλούνται από αυτήν. Για το λόγο αυτό αποφύγαμε την παρουσίασή της. Ενώ δεν υπάρχει καμιά ρητή απαγόρευση στο Κοράνι που να αφορά στην απεικόνιση του προφήτη, η μακρόχρονη Μουσουλμανική παράδοση θεωρεί κάθε εικόνα του Προφήτη βλασφημία στο πρόσωπο του ίδιου και του Ισλάμ. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν τέτοιου είδους απεικονίσεις έχουν σκωπτική διάθεση ή προέρχονται από πηγές εχθρικές προς το Ισλάμ. Η μοναδική ιστορική πηγή που δικαιολογεί, θεολογικά, την ισλαμική αυτή εικονοφοβία, είναι μια αναφορά από τις παραδόσεις του Προφήτη, που λέει: «Δεν υπάρχει ανθρώπινο ον που να μπορεί να απεικονίσει την ομορφιά και το μεγαλείο της παρουσίας Του». Η Ισλαμική παράδοση αποφεύγει συστηματικά εικόνες και σχήματα του Αλ-Λαχ και του Προφήτη του (ενώ ουδόλως εμποδίζει τους πιστούς να τους επικαλούνται). Γι’ αυτό και η Ισλαμική τέχνη επικεντρώνεται σε άλλες μορφές παρουσίασης, όπως η αρχιτεκτονική, οι σχηματογραφία, τα περίφημα ‘αραβουργήματα’.
Η μορφή όμως του Προφήτη είναι γνωστή και υπάρχει σε πολλές περιγραφές της εποχής του. Παραθέτουμε εδώ την εικόνα που μας δίνει η Annemarie Schimmel , από το βιβλίο της ‘And Mohammad is His Messenger’[21]: ‘Ο Μωάμεθ ήταν μετρίου αναστήματος, τα μαλλιά του δεν ήταν λεπτά ή εύθραυστα, δεν ήταν παχύς, το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό και λευκό, με μεγάλα μαύρα μάτια και μακριές βλεφαρίδες. Περπατούσε σκυφτός. Είχε τη σφραγίδα της Προφητείας: μια μαύρη ελιά ανάμεσα στους ώμους. Ήταν γεροδεμένος. Το πρόσωπό του έλαμπε σαν την πανσέληνο. Ήταν ψηλότερος από το κανονικό αλλά όχι ενοχλητικά ψηλός. Τα μαλλιά του ήταν κατσαρά και πυκνά. Είχε χωρίστρα… Ο Μωάμεθ είχε φαρδύ μέτωπο και φίνα, μεγάλα, καμπυλωτά φρύδια και μια φλέβα φαινόταν στο πρόσωπό του όταν θύμωνε. Το πάνω μέρος της μύτης του ήταν καμπυλωτό. Είχε πυκνή γενειάδα, απαλά μάγουλα, δυνατό στόμα και αραιά δόντια. Είχε αραιά μαλλιά στο στήθος. Ο λαιμός του ήταν λευκός και αλαβάστρινος. Το σώμα του ήταν κανονικό, με μεγάλη κοιλιά και ευρύ στέρνο…
Στη Μεδίνα, η διδασκαλία του Μωάμεθ βρήκε πρόσφορο έδαφος. Οι Σούρες από την εποχή της Μεδίνας έχουν περισσότερα ιστορικά γεγονότα από αυτές της Μέκκας. Αναφέρονται οι νίκες των Μουσουλμάνων κατά των ειδωλολατρών εχθρών τους, ακόμα και κατά της παλιάς του φυλής, των Κουραΐς (2:217, 3:122, 33:26 κ.λπ.). Αυτά και άλλα πολλά γεγονότα περιλαμβάνονται στη σίρα (βιογραφία) του Προφήτη, όπως αυτή έγινε γνωστή στους οπαδούς του, περίπου έναν αιώνα μετά το θάνατό του. Στα χρόνια της Μεδίνας έγινε ειρηνοποιός και άτεγκτος κριτής ανάμεσα στις υποθέσεις των κατοίκων της, των Βεδουίνων, των Εβραίων και των Χριστιανών της περιοχής. Η κρίση του «ευνοούσε την αλήθεια και δικαίωνε τους δίκαιους και ευνοούσε τους φτωχούς»[22]. Η σχέση του Μωάμεθ με του Εβραίους της περιοχής έχει μεγάλη σημασία για τη μετέπειτα εξέλιξη του Ισλάμ. Οι Εβραίοι είχαν τις μεγάλες περιουσίες, τις φυτείες φοινικόδεντρων, στις οάσεις γύρω από την πόλη και οι Άραβες είχαν τη στρατιωτική ισχύ. Μεταξύ τους υπήρχε η ισορροπία της δύναμης. Ο Μωάμεθ σέβεται τους μονοθεϊστές και τη θρησκεία τους. Πείθει τους οπαδούς του να σέβονται επίσης τους χανίφ (μονοθεϊστές) και όσους έχουν τη θρησκεία τους από τους προφήτες και τις ιερές γραφές, τους ανθρώπους του βιβλίου. Οι Εβραίοι, προσωρινά δέχονται τον Μωάμεθ σαν πολιτικό αρχηγό της περιοχής, αλλά δεν τον αναγνωρίζουν σαν προφήτη της παράδοσής τους. Όταν οι Μουσουλμάνοι ενισχύονται, μετά τη νίκη του Μπαντρ, ο Μωάμεθ διώχνει από την περιοχή τους Καϊνούκα (που είχαν προσχωρήσει στον Εβραϊσμό) και δυο χρόνια αργότερα τους Ναντίρ, κατηγορώντας τους για εκμετάλλευση και περιφρόνηση των Βεδουίνων Αράβων της περιοχής. Αργότερα, όταν οι Κουραΐς συμμαχούν με τους εχθρούς των Μουσουλμάνων από την Μέκκα, και χάνουν την περίφημη «μάχη στα χαντάκια» (628 σ.ε.) οι νικηφόρες στρατιές των Μουσουλμάνων κατακρεουργούν τους Κουραΐζα, οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται, συνωμοτούσαν να σκοτώσουν τον Προφήτη. Οι νίκες των Μουσουλμάνων είναι σαρωτικές.
Η πολιτική και πολεμική επικράτηση των Μουσουλμάνων οριστικοποιείται και ενισχύεται. Ο Μωάμεθ στρέφεται κατά των Εβραίων που συνεργάστηκαν με τους εχθρούς, ύπουλα και άνανδρα, μέσα από τις ίδιες τις γραμμές του. Οι Χριστιανοί παραμένουν ουδέτεροι και οι Μουσουλμάνοι δεν τους πειράζουν. Στο θρησκευτικό μέτωπο, το Κοράνι, από απαγγελτικό ποίημα, αποκτά την ιδιότητα της ιεράς γραφής, όπως η Αγία Γραφή των Χριστιανών, η οποία αναγνωρίζεται από τον Μωάμεθ σαν ιερό κείμενο. Ενώ οι ίδιοι οι Εβραίοι κατακρίνονται για τις θέσεις τους απέναντι στους Μουσουλμάνους, οι ιερές γραφές τους, οι Τόραχ, εξακολουθούν να θεωρούνται ιερές και σεβαστές. Μετά την πλήρη υποταγή της Μέκκας και για να μειωθεί η θρησκευτική σημασία των Εβραίων, καθορίζεται ότι οι Μουσουλμάνοι πρέπει να προσεύχονται προς τη Μέκκα (και όχι προς την Ιερουσαλήμ, όπως μέχρι τότε και όπως κάνουν πάντα οι Εβραίοι).
Η στάση των Εβραίων προς τον Μωάμεθ και τους οπαδούς του, υπήρξε – όπως φαίνεται – η μεγαλύτερη απογοήτευση στη ζωή του. Οπωσδήποτε επηρέασε την όλη στάση του απέναντι στους άλλους μονοθεϊστές. Είναι επίσης σίγουρο ότι Εβραίοι τον βοήθησαν να αντιληφθεί την διαφορά ανάμεσα στου Χριστιανούς και τους Εβραίους, και να καταλάβει τη βίβλο. Ο Μωάμεθ έμαθε τις ακριβής χρονολογίες της ζωής των προφητών. Κατάλαβε ότι ήταν σημαντικό να ξέρει ότι ο Αβραάμ έζησε πριν από τον Μωυσή και τον Ιησού. Πριν από αυτά, ο Μωάμεθ μάλλον πίστευε ότι οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί είχαν την ίδια θρησκεία. Τώρα έμαθε ότι οι διαφορές μεταξύ τους ήταν σημαντικές. Κατάλαβε επίσης ότι οι Εβραίοι, πριν από τον Μωυσή, ήταν ειδωλολάτρες και ότι οι ίδιοι αποκαλούσαν τον εαυτό τους ‘άπιστο λαό’ πριν την αποκάλυψη του Μωυσή. Για τους Άραβες γενικά, οι διαφορές ανάμεσα στις δυο θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό, δεν ήταν διακριτές. Οι Τόραχ και η Αγία Γραφή δεν φαίνονται να διαφέρουν πολύ. Είναι φανερό ότι ο Μωάμεθ υπογράμμισε τις διαφορές και τις εμφάνισε αναλυτικά στους οπαδούς του, τονίζοντας ότι και οι δυο είχαν υιοθετήσει παρείσακτα και βλάσφημα δόγματα, όπως ο Προφορικός Νόμος (των Εβραίων) και η Αγία Τριάδα των Χριστιανών.
Η πολεμική κατά των Εβραίων στο Κοράνι είναι σαφής και πολυσύνθετη και δείχνει την απειλή που αισθάνονταν από αυτούς οι πρώτοι Μουσουλμάνοι, αν και το Κοράνι επιμένει ότι όχι όλοι «οι άνθρωποι των πρώτων αποκαλύψεων» έχουν περιπέσει σε λάθη και ότι ουσιαστικά όλες οι θρησκείες είναι μία[23].
Ο Μωάμεθ δεν είχε πρόθεση να γίνει πολιτικός αρχηγός, τα γεγονότα όμως τον ανάγκασαν. Τα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην Εγίρα και τον θάνατό του, το 632 σ.ε., ο Μωάμεθ και οι πρώτοι Μουσουλμάνοι ενεπλάκησαν σε μια απελπισμένη πάλη επιβίωσης, κατά των αντιπάλων τους στη Μεδίνα και των Κουραΐς της Μέκκας, που ήταν έτοιμοι να αφανίσουν την Ούμμα. Μερικοί δυτικοί ιστορικοί αναφέρονται στον Μωάμεθ σαν πολέμαρχο που στόχο είχε την υποταγή όλων των αντιπάλων του στη δύναμη των όπλων των οπαδών του. Η αλήθεια όμως είναι πολύ διαφορετική. Ο Μωάμεθ αγωνιζόταν για τη ζωή του, διαμόρφωνε μια θρησκεία που θα δικαιολογούσε τον δίκαιο πόλεμο που διεξήγαγε και ποτέ δεν ανάγκασε κανέναν να την ασπασθεί. Πράγματι, το Κοράνι επιβάλλει ότι «δεν μπορεί να υπάρξει εξαναγκασμός στη θρησκεία». Στο Κοράνι, επίσης, αναφέρεται ότι κάθε πόλεμος πρέπει να αποφεύγεται και ο μόνος δίκαιος είναι ο αμυντικός. Ο Μωάμεθ όμως είχε και σημαντικές πολιτικές ικανότητες. Πριν το τέλος της ζωής του είχε καταφέρει να ενώσει στην Ούμα όλες τις Αραβικές φυλές.
Τον έκτο χρόνο της Εγίρας, το 630 σ.ε., μετά από δεκάδες νικηφόρες μάχες και περισσότερες ειρηνευτικές διαδικασίες με τους Βεδουίνους, όλη η Αραβική χερσόνησος είναι Μουσουλμανική. Ο Μωάμεθ εισέρχεται πανηγυρικά στη Μέκκα, της οποίας ο διοικητής και αρχηγός, Αμπού Σουφγιάν, δέχεται το Ισλάμ και παραδίδει την πόλη αμαχητί. Ο Μωάμεθ κάνει το γύρω της Καάμπα, αγγίζει με το ραβδί του το Ιερό Τέμενος, εισέρχεται στο ναό και καταστρέφει με τα ίδια του τα χέρια τα 360 είδωλα που υπάρχουν εκεί, αφήνοντας άθικτα μόνο δύο: τις εικόνες του Ιησού και της Μαρίας που επίσης υπήρχαν εκεί. Ο Προφήτης παραμένει στην Μέκκα, προσκυνά για δεύτερη φορά το Ιερό Τέμενος και αναχωρεί για την περιοχή της σημερινής Άκαμπα, όπου ο Βυζαντινός στόλος είχε αποβιβάσει στρατό. Η Μουσουλμανική Ούμμα είναι τώρα η μόνη δύναμη στην Αραβική χερσόνησο. Στους ειδωλολάτρες της περιοχής παρέχεται προθεσμία τεσσάρων μηνών, να υποκύψουν στο Ισλάμ, να φύγουν από την περιοχή χωρίς τα υπάρχοντα τους, ή να σφαγιαστούν. Μια πρακτική που ακολουθεί το Ισλάμ για πάντα.
Το προσκύνημα στην Καάμπα, το Χατζ, είναι μέχρι σήμερα προνόμιο και υποχρέωση κάθε Μουσουλμάνου, τουλάχιστον μια φορά στη διάρκεια της ζωής του, αν το επιτρέπουν οι περιστάσεις. Οι προσκυνητές φυσικά, θυμούνται τον Προφήτη, αλλά η ιεροτελεστία θυμίζει τον Αβραάμ, την Άγαρ και τον Ισμαήλ, περισσότερο από ότι θυμίζει τον Μωάμεθ. Οι τελετές που συμβαίνουν στη διάρκεια του Χατζ είναι, για τους ξένους παρατηρητές, παράξενες και περίεργες – όπως όλες οι θρησκευτικές τελετές αλλοθρήσκων, όμως προσδίδουν μια έντονη θρησκευτική εμπειρία και εκφράζουν απόλυτα την ατομική αλλά και την ομαδική εμπειρία της Ισλαμικής πνευματικότητας. Σήμερα, η μεγάλη πλειοψηφία των προσκυνητών στη Μέκκα, στη διάρκεια του Χατζ, είναι ξένοι, όχι Άραβες, που έχουν υιοθετήσει τις αρχαίες Αραβικές τελετές. Το σπουδαιότερο και πιο καταλυτικό συναίσθημα των πιστών στο Χατζ είναι ότι όλοι ανήκουν σε μια παγκόσμια κοινωνία, χωρίς διακρίσεις, χωρίς διαφορές, υπό τη σημαία του Ισλάμ. Προχωρούν προς την Καάμπα, με τον παραδοσιακό λευκό χιτώνα του προσκυνήματος, που εξαφανίζει κάθε είδους διακρίσεις, δεν υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι, καλοί και κακοί, άσπροι, μαύροι και κίτρινοι, άνδρες και γυναίκες. Όλοι είναι ένα, ελεύθεροι από κάθε εγωισμό αλλά και κάθε πρόβλημα της καθημερινής τους ζωής. Μια ενδεικτική περιγραφή του συναισθήματος των Μουσουλμάνων στο Χατζ, δίνει ο Ιρανός φιλόσοφος Αλί Σαριάτι [24]:
Ενώ γυρίζεις γύρω από την Καάμπα, και καθώς την πλησιάζεις, νοιώθεις σαν ένα μικρό ρυάκι που χύνεται στο μεγάλο ποτάμι. Σε συμπαρασύρουν τα κύματα, χάνεις την επαφή σου με το έδαφος. Ξαφνικά αιωρείσαι, σε μεταφέρει το ρεύμα. Και καθώς πλησιάζεις στο κέντρο, η πίεση του πλήθους σε πιέζει τόσο πολύ, που σου δίνει νέα ζωή. Είσαι τώρα μέρος του Λαού, είσαι ο Άνθρωπος, ζωντανός και αιώνιος… Νοιώθεις να πλησιάζεις τον αιώνιο ήλιο του Κόσμου, που το πρόσωπό του σε έλκει στην τροχιά σου. Είσαι μέρος του σύμπαντος. Ξεχνάς τα πάντα… Μόνο έλξη και αγάπη για την παγκόσμια αλήθεια…
Η Μουσουλμανική Ούμμα, γίνεται ιδεολογική και πολιτική οντότητα. Μέχρι τώρα, ο Μωάμεθ είχε συνάψει συμφωνίες με τους άπιστους, είχε ακόμα μοιράσει τα λάφυρα του πολέμου με αυτούς. Τώρα, κριτήριο της αποδοχής στην Ούμμα είναι η πίστη στο Ισλάμ. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, το 632 σ.ε., Ο Μωάμεθ κάνει το λεγόμενο «Προσκύνημα Αποχαιρετισμού», καθορίζοντας έτσι τις ιεροτελεστίες του χάτζ. Πριν από τον θάνατό του, ο Μωάμεθ επιβάλλει το καθαρό Σεληνιακό έτος, και καθορίζει τον μήνα της Ιερής Θυσίας και του Προσκυνήματος, τα δυο σημαντικότερα θρησκευτικά γεγονότα στο Ισλάμ. Ο Μωάμεθ επιστρέφει στην Μεδίνα, αρρωσταίνει ξαφνικά και πεθαίνει στα χέρια της δεκαοκτάχρονης Αϊσά. Η Θεϊκή αποκάλυψη τελειώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου