Κεφάλαιο Πέμπτο
Το Ισλάμ των Φιλοσόφων
Έχω ψάξει σε κάθε σκοτεινή γωνιά, έχω επιτεθεί σε κάθε πρόβλημα, έχω εισβάλλει σε κάθε σκοτεινή άβυσσο. Έχω ελέγξει κάθε πίστη και κάθε αίρεση, έχω προσπαθήσει να ξεγυμνώσω το δόγμα κάθε κοινότητας. Όλα αυτά τα έκανα για να διακρίνω ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα
Αλ-Γκαζαλί (1058-1111)
Το Ισλάμ και η Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία
Στη διάρκεια του ένατου αιώνα, οι Άραβες ήλθαν σε επαφή με την επιστήμη και τη φιλοσοφία των Ελλήνων. Το αποτέλεσμα ήταν μια πολιτισμική φλόγα όμοια με αυτήν της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού μαζί. Μια ομάδα μεταφραστών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Νεστοριανοί Χριστιανοί, δούλεψαν - με μεγάλη επιτυχία - πάνω στα κείμενα των Αρχαίων Ελλήνων, τα μετέφρασαν στα Αραβικά και τα έθεσαν στη διάθεση των Αράβων Μουσουλμάνων της χερσονήσου, με τους οποίους ήταν σε επαφή. Οι τελευταίοι, με τον αέρα της νέας θρησκείας τους και την ορμή του ανατέλλοντος πολιτισμού τους, άρχισαν να μελετούν αστρονομία, αλχημεία, ιατρική και μαθηματικά, με τόση επιτυχία, που μέχρι το τέλος του δέκατου αιώνα, στην αυτοκρατορία των Αβασιδών, είχαν καταγραφεί τόσα νέα πνευματικά επιτεύγματα, όσα σε καμιά άλλη προγενέστερη ιστορική περίοδο. Αναδύθηκε ένα νέο είδος Μουσουλμάνου, αφοσιωμένου σε ένα νέο ιδανικό που ο ίδιος ονόμασε Φαλσαφά. Η μετάφραση του όρου είναι συνήθως ‘φιλοσοφία’ η έννοιά του είναι όμως πολύ ευρύτερη: όπως οι Γάλοι philosophes του δέκατου όγδοου αιώνα, οι Φαϊλασούφ (δηλαδή οι ‘φιλόσοφοι’) θέλησαν να εξερευνήσουν τον ορθολογισμό και να ζήσουν σύμφωνα με τους νόμους που διέπουν τη φύση, οι οποίοι πρέπει να αφορούν όλα τα επίπεδα της πραγματικότητας.
Στην αρχή η προσοχή των Φαϊλασούφ συγκεντρώθηκε στις φυσικές επιστήμες. Γρήγορα όμως και μοιραία, στράφηκαν στην Ελληνική μεταφυσική και αποφάσισαν να την μετεμψυχώσουν στο Ισλάμ. Θεώρησαν ότι ο Θεός των Αρχαίων Ελλήνων ήταν ταυτόσημος με τον δικό τους Αλλάχ. Οι Έλληνες Χριστιανοί είχαν επίσης διαισθανθεί τη στενή σχέση με τον αρχαίο Ελληνισμό, αλλά αποφάσισαν ότι ο Θεός των Ελλήνων έπρεπε να διαφοροποιηθεί από τον νέο, παράδοξο Θεό της Βίβλου (δηλαδή τον Θεό των Εβραίων): τελικά γύρισαν την πλάτη τους στην ίδια τους φιλοσοφική παράδοση, πιστεύοντας ότι η λογική και ο λόγος δεν είχαν τίποτα να προσφέρουν στη μελέτη του Θεού. Οι Φαϊλασούφ κατέληξαν στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα: πίστευαν ότι η λογική, ο ορθολογισμός, ήταν η ανώτατη μορφή θρησκείας και αναζήτησαν ένα Θεό πιο υπερβατικό, από αυτόν που απεκάλυπταν οι Γραφές.
Σήμερα, ιδιαίτερα στη Δύση, βλέπουμε την επιστήμη να ανταγωνίζεται την φιλοσοφία. Οι Φαϊλασούφ όμως ήταν πιστοί και ευσεβείς απόγονοι του Προφήτη. Σαν καλοί Μουσουλμάνοι, ήταν πολιτικά ενεργοί, παρά τη χλιδή των αυλών στις οποίες ζούσαν. Ο σκοπός τους ήταν σημαντικός: επεδίωκαν μια κοινή συνιστώσα ανάμεσα στην αρχαία Ελληνική φιλοσοφία και την πίστη τους. Θεώρησαν ότι ήταν επικίνδυνο για την νέα θρησκεία τους να απομονωθεί από την φυσική και κοινωνική πραγματικότητα που διέπει κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και που είχαν τόσο εύστοχα ορίσει οι Αρχαίοι Έλληνες. Οι Φαϊλασούφ δεν είχαν καμιά πρόθεση να καταργήσουν τη θρησκεία τους. Ήθελαν να την εξαγνίσουν από τα στοιχεία εκείνα που θεώρησαν πρωτόγονα και παρωχημένα. Δεν αμφισβήτησαν την ύπαρξη του Θεού – μάλλον την θεώρησαν αυταπόδεικτη – πίστευαν όμως ότι ήταν σημαντικό να αποδειχθεί αυτό και δια της λογικής και να συνδεθεί ο Αλλάχ με τα Ελληνικά ιδεώδη.
Υπήρξαν όμως προβλήματα. Ο Θεός των Ελλήνων ήταν πολύ διαφορετικός από τον Θεό της αποκάλυψης: η Ανώτατη Θεότητα του Αριστοτέλη ήταν διαχρονική και άφθαρτη. Ο θεός των Ελλήνων φιλοσόφων δεν αποκαλύφθηκε στην ιστορία, δεν δημιούργησε τον κόσμο και ούτε θα τον κρίνει στο τέλος του χρόνου. Η ιστορία, το κυριότερο θεοφάνειο μέσο των μονοθεϊστικών θρησκειών, απορρίφθηκε από τον Αριστοτέλη σαν κατώτερη της φιλοσοφίας. Οι Φαϊλασούφ θέλησαν να ξεπεράσουν την ιστορία, δηλαδή το χρόνο, και να ανακαλύψουν τον κόσμο των ιδεών του Θείου, ακολουθώντας το δρόμο του Πλάτωνα. Οι μονοθεϊστικές θρησκείες όμως βασίζονται, στην έννοια του χρόνου και της ιστορίας. Ο Θεός τους είναι μέσα σε αυτήν, αποτελεί μάλιστα το κυριότερο συστατικό της: ο Θεός καθορίζει το χρόνο και τον τόπο της αποκάλυψής Του και στο όνομά Του καθορίζεται η ιστορική πορεία ανθρώπων και πολιτισμών. Παρά την έμφαση στο ορθολογισμό, οι Φαϊλασούφ έπρεπε να βρουν λογικές εξηγήσεις για έναν κόσμο, στον οποίο φαίνεται να κυριαρχεί περισσότερο το χάος, ο πόνος και ο παραλογισμός παρά κάποιος λογικός σκοπός. Έπρεπε να βρουν κάποιον τελικό σκοπό στον άνθρωπο και στο σύμπαν. Κάτι που δεν μπόρεσαν να κάνουν οι Αρχαίοι Έλληνες. Αυτοί όμως δεν έψαχναν για κάτι τέτοιο. Οι Φαϊλασούφ έψαχναν για κάποιον ευγενή και αδιαφιλονίκητο τελειολογικό κόσμο που να μην περιορίζεται από χρόνο και χώρο, τον οποίο όμως καθόριζε ένας Θεός, έξω από αυτόν αλλά συνεχώς αναμεμιγμένος σε όλες του τις λεπτομέρειες. Γι’ αυτούς οι φυσικοί νόμοι και το Κοράνι ήταν ένα και το αυτό. Αντί να δεχθούν το Θεό σαν μυστήριο, πίστεψαν ότι ήταν ι ίδια η Λογική. Εξάλλου, οι Ιερές Γραφές (πρώτα το Ευαγγέλιο και μετά το Κοράνι) υπαινίσσονται τον Λόγο του Θεού. Αλλά δεν τον αποδεικνύουν, τουλάχιστον όχι πειστικά για όλους. Στόχος της Φαλσαφά ήταν να δεχθούμε όλοι την αυταπόδεικτη ύπαρξη του Θεού και των νόμων Του, όπως δεχόμαστε ότι όταν αφήσουμε ένα αντικείμενο πάνω από το έδαφος, αυτό θα κινηθεί προς το έδαφος.
Οι Φαϊλασούφ εμπνεύστηκαν από την αρχαία Ελληνική φιλοσοφία, τη μεταφυσική και την επιστήμη αλλά σε καμιά περίπτωση δεν περιορίστηκαν σε αυτές. Κατά την Ελληνιστική περίοδο, οι Έλληνες και ο πολιτισμός που ξεχύθηκαν στη Μέση Ανατολή, έφεραν μαζί τους ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα εκπαίδευσης των λαών της περιοχής στον Ελληνικό πολιτισμό. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα των Ελλήνων για τους λαούς που κυρίευαν ήταν έτσι δομημένο, που οι Ελληνική σκέψη και η γλώσσα γινόταν σταδιακά και μεθοδικά κτήμα τους και κυριαρχούσε στον πολιτισμό των νέων χωρών: κάθε μαθητής έπρεπε να διαβάζει τους Έλληνες φιλόσοφους σε μια σειρά. Οι Άραβες όμως δεν ακολούθησαν το πρόγραμμα των Ελλήνων, αφού διάβαζαν τα κείμενα όπως και όπου τα έβρισκαν. Έτσι ανοίχτηκαν νέοι ορίζοντες. Εκτός από τα Ελληνικά κείμενα, οι Άραβες ήρθαν σε επαφή και με άλλους πολιτισμούς, όπως τον Περσικό και τον Ινδικό.
Ο πρώτος Μουσουλμάνος Φαϊλασούφ θεωρείται ο Γιακούμπ Ιμπν Ισάκ αλ-Κίντι (πέθανε το 870), ο οποίος πρώτος εφάρμοσε τη μέθοδο της λογικής στο Κοράνι, έχοντας για πρότυπο τον Αριστοτέλη, τον οποίο μελέτησε προσεκτικά. Ανήκε στο κίνημα των Μουταζιλί, μια ομάδα ορθολογιστών με σαφείς πολιτικούς προσδιορισμούς οι οποίοι κατέκριναν την χλιδή των ανακτόρων των χαλίφηδων (θα επανέλθουμε σε αυτούς στο έβδομο κεφάλαιο του βιβλίου μας). Ο αλ-Κίντι σπούδασε στη Βασόρα και εγκαταστάθηκε στη Βαγδάτη, υπό την προστασία του Χαλίφη Αλ-Μαμούν, τον οποίο κατέκρινε σκληρά στο έργο του. Το έργο του είχε τεράστια επιρροή στα μαθηματικά, την επιστήμη και τη φιλοσοφία. Το κύριο αντικείμενο της σκέψης του ήταν η θρησκεία. Για τον αλ-Κίντι, η φιλοσοφία είναι ο μοναδικός δρόμος εξήγησης της θρησκείας. Συμφώνησε σε πολλά με τον Αριστοτέλη, αλλά διαφώνησε σε περισσότερα, τα οποία και κατέγραψε αναλυτικά. Η αλήθεια είναι γι’ αυτόν η ύψιστη φιλοσοφική αναζήτηση [44]:
Δεν πρέπει να αρνούμαστε την παραδοχή της αλήθειας και πρέπει να την δεχόμαστε από όπου και αν προέρχεται, ακόμα και από ξένες ή μακρινές πηγές και λαούς. Για όποιον αναζητά την αλήθεια, δεν υπάρχει τίποτα ανώτερο από αυτήν…
Ο αλ-Κίντι παρέμεινε πάντα πιστός στο Κοράνι, ακόμα και όταν κατέφυγε στον Αριστοτέλη για να εξηγήσει τον κόσμο: Σε έναν ορθολογιστικό κόσμο, όλα έχουν την αιτία τους και ο Πρώτος Κινών είναι ο Θεός. Το ΟΝ του Αριστοτέλη, αυτό που ξεκίνησε τα πάντα και τα ελέγχει με το Λόγο του, δεν είναι άλλος από τον Αλλάχ του Κορανίου. Ο ίδιος ο Θεός ήταν ο μόνος που μπορούσε να δημιουργήσει κάτι από το τίποτα (ex nihilo). Και εδώ αποχωρίζεται τον Αριστοτέλη για να συναντήσει το Κορανικό δόγμα.
Αργότερα, η Φαλσαφά απέρριψε την έννοια της ex nihilo δημιουργίας, και συνεπώς, για πολλούς, ο αλ-Κίντι δεν είναι πραγματικός Φαϊλασούφ. Ήταν αναμφίβολα πρωτεργάτης της προσπάθειας του Ισλάμ να εναρμονίσει την Ελληνική σκέψη με μια μονοθεϊστική θρησκεία. Οι διάδοχοί του ήταν πιο ριζοσπαστικοί. Ο Αμπου Μπακρ Ιμπν Ζακαρία αλ-Ραζί (π. το 930) απέρριψε την Αριστοτελική μεταφυσική υπέρ της φιλοσοφίας των γνωστικών: Ο Θεός δεν μας αποκαλύπτεται, το Κοράνι είναι μια μόνο λεπτομέρεια της δημιουργίας, μόνο η φιλοσοφία και η γνώση θα μας σώσει. Για ορισμένους, ο αλ-Ραζί δεν ήταν πραγματικός μονοθεϊστής. Ήταν σίγουρα ο πρώτος, στα πλαίσια του Ισλάμ, που αμφισβήτησε την κυριαρχία των Ιερών Κειμένων, χωρίς να τα αγνοήσει ή να τα υποβαθμίσει.
Ο Τούρκος Αμπου Νασρ αλ-Φαραμπί (π. το 980) ασχολήθηκε με τον όχλο που δεν είχε τη δυνατότητα να καταλάβει τον φιλοσοφικό ορθολογισμό. Θεωρείται ο πρώτος αυθεντικός Φαϊλασούφ και σε αυτόν βασίστηκε για πολλούς αιώνες η επιτυχία της κίνησης αυτής μέσα και έξω από το Ισλάμ. Ο Αλ-Φαραμπί θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «άνθρωπος της Αναγέννησης»: ήταν πανεπιστήμων, ξακουστός ιατρός, επιδέξιος μουσικός και αμετανόητος μυστικιστής. Στο έργο του Γνώμες για τους Κατοίκους Ενάρετων Πόλεων υιοθετεί την άποψη του Πλάτωνα ότι ο καλύτερος κυβερνήτης πρέπει να είναι ο σοφός που κυβερνά με τους κανόνες της λογικής και θεωρεί ότι ο καλύτερος τέτοιος σοφός ήταν ο Προφήτης Μωάμεθ, ακριβώς όπως τον οραματίστηκε ο Πλάτωνας στην Πολιτεία. Εκφράζει την απόλυτη συμφωνία του με τις απόψεις του Πλάτωνα και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το Ισλάμ είναι το πιο κατάλληλο να εφαρμόσει την ιδανική Πλατωνική κοινωνία.
Ο Αλ-Φαραμπί συμφώνησε με τον Αριστοτέλη ότι ο φυσικός και τελικός τόπος κατοικίας του ανθρώπου είναι ο Ουρανός, κοντά στο Θεό. Οι απόψεις αυτές, όπως εκφράστηκαν κυρίως από τους Σούφι και τους Σιίτες, άρχισαν, από τον 10ο αιώνα, να ενοχλούν τους Ουλεμάδες, τους κληρικούς που παρέμεναν απόλυτα προσκολλημένοι στον τύπο του Κορανίου. Οι πρώτοι κράτησαν κρυφές από το ευρύ κοινό τις απόψεις τους, όχι γιατί ήθελαν να αποκλείσουν τους απλούς πιστούς, αλλά γιατί δεν ήθελαν να προκαλέσουν σύγχυση στο Ισλάμ και τους πιστούς του. Οι Σιίτες δεν είχαν τέτοιους ενδοιασμούς: κοινοποιούσαν τις απόψεις τους σε όλους, αλλά όσοι ήθελαν να συμμετέχουν στο κίνημά τους, έπρεπε να μυηθούν. Ξέρουμε ότι οι Έλληνες Χριστιανοί (πριν από το Σχίσμα) είχαν αναπτύξει παρόμοιες πεποιθήσεις, διακρίνοντας ανάμεσα στο κήρυγμα και στο δόγμα. Η Δύση δεν ανέπτυξε ποτέ τέτοιες εσωτερικές παραδόσεις και παρέμεινε στην κηρυγματική ερμηνεία της θρησκείας, η οποία υποτίθεται ότι είναι ίδια για όλους. Οι Δυτικοί Χριστιανοί, αντί να επιτρέψουν στους οπαδούς τέτοιων «παρεκλήσεων», να ασκήσουν ιδιωτικά τις πεποιθήσεις τους, απλά τους καταδίωξαν και τους εξαφάνισαν. Στο Ισλάμ, οι οπαδοί της φιλοσοφικής, εσωτερικής, άποψης της θρησκείας, πέθαιναν στο κρεβάτι τους.
Οι απόψεις του Αλ-Φαραμπί βρήκαν πρόσφορο έδαφος στους Φαϊλασούφ, αλλά και στους μυστικιστές Σούφι (όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο) και στους Σιίτες. Αλλά και οι Εβραίοι Καμπαλιστές υιοθέτησαν παρόμοιες απόψεις. Οι Σιίτες, που ανέκαθεν ήταν μικρή μειοψηφία στο Ισλάμ, συγκροτηθήκαν και ανδρώθηκαν τον δέκατο αιώνα, μαζί με τους Φαϊλασούφ και το 909 σ.ε. ίδρυσαν το χαλιφάτο τους στην Τύνιδα, σε αντιπαράσταση με το Χαλιφάτο της Βαγδάτης, που παρέμεινε στα χέρια των Σουνιτών. Από το κίνημα των Σιιτών αποσχίστηκαν αργότερα οι λεγόμενοι Εβδομιστές, ή Ισμαηλίτες, οι οποίοι παρέμειναν πιστοί στον υιό του αποθανόντα το 961 χαλίφη Σαντάκ Ιμπν Σαντίκ, Ισμαήλ, και οι οποίοι δημιούργησαν την γνωστή ομάδα των Ισμαηλιτών (της τρίτης μεγάλης ιδεολογικής ομάδας στο Ισλάμ, μετά τους Σουνίτες και του Σιίτες). Το 970 οι Ισμαηλίτες ίδρυσαν το δικό τους χαλιφάτο στο Καϊρουάν της Τυνησίας. Αργότερα, το κίνημά τους έγινε αρκετά ισχυρό και μετακόμισαν στην Αίγυπτο, ιδρύοντας το 973 την πόλη Αλ-Καχίρα, «τη Νικήτρια», το γνωστό μας Κάιρο. Εκεί ίδρυσαν επίσης το μεγάλο τζαμί Αλ-Αζχάρ, ένα από τα πιο θαυμαστά αρχιτεκτονικά μνημεία στην βόρεια Αφρική – και στον κόσμο.
Οι Σιίτες και οι Ισμαηλίτες, πιστοί στη άποψη των Φαϊλασούφ περί Πλατωνικών ηγετών, απέδωσαν – και ακόμα αποδίδουν – μεγάλη σημασία στους ιμάμηδές τους. Σε αντίθεση με την πλειοψηφία του Ισλάμ της Σουνίας, οι Σιίτες και οι Ισμαηλίτες θεωρούν τους ιμάμηδές τους αποδέκτες του «φωτός του Προφήτη» (αλ-νουρ αλ-Μουχαμάντ), του πνεύματος του Προφήτη. Βέβαια, ούτε ο Προφήτης, ούτε κανείς ιμάμης δεν είναι «θεϊκοί», δεν είναι άγιοι ή κάτι τέτοιο, αλλά ήταν τόσο ανοιχτοί σ’ Αυτόν, που η ψυχή τους κυριεύτηκε πλήρως από το Θεό. Οι ίδιοι ήταν θνητοί όπως κάθε άνθρωπος. Να σημειωθεί ότι οι Νεστοριανοί Χριστιανοί πρέσβευαν παρόμοιες απόψεις για τον Ιησού.
Ένας μεγάλος διανοούμενος των Ισμαηλιτών, ο Χαμίντ αλ-Ντιν Κιρμανί (πέθανε το 1021) επανήλθε στον Αριστοτέλη και στους αρχαίους Έλληνες, με την άποψη ότι η διάνοια και η λογική είναι ο καλύτερος τρόπος έρευνας του Θεού και των δημιουργημάτων του, μεταξύ αυτών και του Κορανίου. Οι Ισμαηλίτες ήταν, εκτός από ιδεολογική ομάδα, και πολιτικό κίνημα, υποστήριξαν με ζήλο και αποτελεσματικότητα τους οπαδούς τους (κάτι που συνεχίζεται μέχρι σήμερα), με οικονομικά και πολιτικά μέσα. Επίσης οι Ισμαηλίτες ασχολήθηκαν με πάθος με τις επιστήμες, τα μαθηματικά και την αστρονομία. Οι Ισμαηλίτες, οι οποίοι είχαν πάντα στενή επαφή με τους Σούφι και του μυστικιστές, είχαν σαν αξίωμά τους το γνωστό Ελληνικό «Γνώθι σ’ αυτόν».[45]
Ο σπουδαιότερος Φαϊλασούφ ήταν ο Αμπού Αλί Ιμπν Σινά (980-1937), γνωστός στη Δύση σαν Αβισέννας. Γεννήθηκε σε μια οικογένεια σημαινόντων Σιιτών στην Μπουχάρα της κεντρικής Ασίας. Επηρεάστηκε από του Ισμαηλίτες, με τους οποίος ο πατέρας του συχνά είχε διαλεκτικές αντιθέσεις, στο σπίτι του. Ο Αβισέννας ήταν αυτό που θα λέγαμε ‘παιδί-θαύμα’: στα δεκαέξι του ήταν ήδη ιατρός και μάλιστα γνωστός σε όλο το Ισλάμ. Στα δέκα-οχτώ του ήταν σπουδαίος μαθηματικός. Μελέτησε πολλά χρόνια τον Αριστοτέλη, και στα είκοσι-πέντε του ήξερε να απαγγέλει όλο το έργο του από μνήμης. Εκτίμησε ιδιαίτερα τον Αλ-Φαραμπί και το έργο του. Περιπλανήθηκε σε όλο το Ισλάμ, ασκώντας την ιατρική και βασιζόμενος στις χορηγίες των τοπικών αρχόντων.
Το έργο του Αβισέννα είναι ύμνος στον Νεοπλατωνισμό. Θεώρησε τον Προφήτη τον ιδανικό ηγέτη, όπως τον είχε περιγράψει ο Πλάτωνας. Απέδειξε την ύπαρξη του Θεού, όχι μόνο με προφητική αποκάλυψη, αλλά και με την Αριστοτελική λογική. Δεν είχε καμιά αμφιβολία για την ύπαρξη του Θεού. Όπως όλοι οι Πλατωνιστές, πίστευε ότι όλα όσα βλέπουμε γύρω μας προέρχονται από το Ένα και Μοναδικό, το Θεό του Κορανίου. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Αβισέννας έζησε στην Αρραγονία, και την Ανδαλουσία, στη Μουσουλμανική Ισπανία. Εκεί μετέφρασε τον Αριστοτέλη στα Λατινικά. Από τον Αβισέννα έγινε γνωστός ο μεγάλος Έλληνας φιλόσοφος στη Δύση.
Ένας ακόμα μεγάλος φιλόσοφος του Ισλάμ, υπήρξε ο Αμπού Χαμίντ αλ-Γκαζαλί (1058-1111), μια μεγάλη μορφή στην μεσαιωνική φιλοσοφική θεολογία[46]. Γεννήθηκε στο Χουρασάν της Περσίας και μελέτησε ιατρική και φιλοσοφία στη Βαγδάτη και τη Δαμασκό. Κατέφυγε στους αρχαίους Έλληνες, στην προσπάθειά του να καταλάβει «την ουσία των πάντων»[47]. Ο Αλ-Γκαζαλί, όπως όλοι οι σύγχρονοι σκεπτικιστές, ήξερε ότι η βεβαιότητα ήταν απλά μια ψυχολογική κατάσταση, όχι αναγκαστικά πραγματική. Μελέτησε τα έργα και την ιστορία της Φαλσαφά και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η φιλοσοφία της ήταν ανεπαρκής, γιατί βασιζόταν κυρίως στη μελέτη της πραγματικότητας, που παραπλανάει και δεν αποκαλύπτει την πραγματική ουσία των πραγμάτων και του Θεού. Στο έργο του Η Ασυνέπεια των Φιλοσόφων καταλήγει στο καταθλιπτικό συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει ποτέ να μάθει της αλήθεια. Υπέφερε ο ίδιος από κατάθλιψη, και έτσι αφήνει τη θέση του καθηγητή της ιατρικής στην έγκριτη Σχολή της Βαγδάτης και καταφεύγει στους Σούφι, στους οποίους βρίσκει καταφύγιο. Εισάγει την έννοια του Βουγιούντ, δηλαδή της ύπαρξης[48], και θεωρείται ο ιδρυτής του υπαρξισμού.
Ο Αλ-Γκαζαλί δεν αμφισβήτησε ποτέ την αξία και τη θέση του Κορανίου, απλά είπε ότι η πραγματική αλήθεια για το Θεό δεν μπορεί να βρεθεί, πράγμα που υπονοεί και το Κοράνιο. Πιστεύει επίσης στον Πλατωνικό κόσμο των ιδεατών: ο ορατός κόσμος (αλάμ αλ-σαχαντά) δεν είναι παρά κακέκτυπο αντίγραφο της πραγματικότητας (αλάμ αλ-μαλακούτ). Το Κοράνι (και το Ευαγγέλιο των Χριστιανών και η Βίβλος των Εβραίων) μιλάει για αυτόν τον πνευματικό, πραγματικό κόσμο, αλλά κανείς από εμάς δεν μπορεί να τον καταλάβει, αφού δεν έχουμε ούτε το μυαλό, ούτε τα απαραίτητα όργανα για κάτι τέτοιο. Συμφώνησε με τους Σούφι, στο βαθμό που η γνώση τους για το Θεό δεν ήταν ούτε ορθολογιστική ούτε μεταφυσική, αλλά απλά διαισθητική: βρήκαν την αλήθεια του Ισλάμ ζώντας τις εμπειρίες του.
Ο Αλ Γκαζαλί έδωσε μια εκπληκτική ερμηνεία της Σούρας του Κορανίου 24:35 (όπως την αναφέραμε νωρίτερα), η οποία λέει ότι ο Θεός είναι «φως»: Η έννοια του Θεού εδώ δεν αφορά μόνο το Θεό, αλλά όλα τα αντικείμενα που το εκπέμπουν, το δέχονται ή το ανακλούν. Το φως είναι αυτό που αποκαλύπτει το χώρο, χωρίς αυτό δεν θα βλέπαμε τίποτα, άρα ο Θεός είναι σαν τη λάμπα που μας βοηθάει να δούμε στο σκοτάδι. Και η όρασή μας είναι η λογική μας. Χρειαζόμαστε και τα δύο. Το φως και τα μάτια μας, για να δούμε λίγο μπροστά μας.[49]
Λίγο πριν το τέλος της ζωής του, ο Αλ-Γκαζαλί επέστρεψε στα καθήκοντά του στη Σχολή της Βαγδάτης, χωρίς ποτέ να ξεχάσει τις ιδέες του. Η επιρροή του στο Ισλάμ αλλά και σε άλλες θρησκείες ήταν καθοριστική. Μετά από αυτόν, η Μουσουλμανική φιλοσοφία θα είναι αλληλένδετη με τον μυστικισμό και τον πνευματισμό.
Η Φαλσαφά όμως δεν τελείωσε με τον Αλ-Γκαζαλί: στη Μουσουλμανική Κόρντομπα, στο καμάρι της Ανδαλουσίας, στο διαμάντι της Δαμασκού, στη μυρωδάτη πατρίδα του Λόρκα, στο φωτεινό προσκήνιο της μεσαιωνικής Ευρώπης, ένας νέος Μουσουλμάνος φιλόσοφος εμφανίστηκε, ένας στοχαστής που έμελλε να αφήσει τα ίχνη του στο δυτικό πολιτισμό για πάντα. Ο Αμπού αλ-Ουαλίντ Ιμπν Αχμάντ Ιμπν Ρουσντ, ο γνωστός στην Ευρώπη Αβερόης. Επηρέασε πολύ μεγάλους θεολόγους του Ιουδαϊσμού και του Χριστιανισμού, όπως ο Μαιμονίδης, Ο Θωμάς Ακουινάτος, ο Αλβέρτος ο Μέγας. Τον δέκατο-ένατο αιώνα ο Ernest Renan τον ανακήρυξε το πιο ελεύθερο πνεύμα του μεσαίωνα, πρωτοστάτη του ορθολογισμού απέναντι στη τυφλή πίστη. Στον Ισλαμικό κόσμο, ο Αβερόης είναι επίσης σημαντικό πρόσωπο. Υπήρξε Καδής, δηλαδή νομομαθής του Ισλαμικού νόμου και φιλόσοφος. Υπερασπίστηκε ένθερμα την Φαλσαφά και αυτό τον έκανε ύποπτο στα μάτια των ουλεμά. Ο ίδιος πάντως κατάφερε να συνδέσει τον Αριστοτέλη με την παραδοσιακή Ισλαμική πίστη. Ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στη θρησκεία και τον ορθολογισμό. Και τα δυο εκφράζουν την αλήθεια με διαφορετικούς τρόπους. Θεωρούσε ότι η Φαλσαφά ήταν κατάλληλη μόνο για τους διανοητικά ικανούς, επομένως δεν αναζήτησε ποτέ οπαδούς.
Ο Αβερόης πίστευε ότι για την εξήγηση των Γραφών, του Κορανίου, αλλά και της Βίβλου και του Ευαγγελίου, χρειάζεται μόνο η λογική και η διανόηση. Ο ελιτισμός του δεν ήταν πολύ διαδεδομένος στον Ισλαμικό κόσμο, αντίθετα με τον δυτικό, στον οποίο δημιούργησε σχολή. Το σπουδαιότερο ίσως έργο του ήταν η μετάφραση στα ισπανικά των έργων του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα αλλά και του Πτολεμαίου. Όταν αυτό έγινε γνωστό, πολλοί σημαντικοί στοχαστές της εποχής συνέρεαν στην Κόρντομπα για να διαβάσουν τα έργα των αρχαίων Ελλήνων, μερικά από τα οποία ήταν ήδη γνωστά από τις – πιο περιορισμένες – μεταφράσεις του Αβισέννα. Ένας από πρώτους που ήρθαν σε επαφή με το έργο του Αβερόη, ήταν ο συμπατριώτης του, Εβραίος, Ραβί Μωυσής Ιμπν Μαιμον (1135-1204), ο γνωστός Μαιμονίδης, επίσης κάτοικος της Κόρντομα, πρωτεύουσας της Μουσουλμανικής Ισπανίας. Με την εκδίωξη των Εβραίων από τους φανατικούς Βερβέρους Αλμοραβίδες, ο Μαιμονίδης και η οικογένειά του κατέφυγαν στην Αίγυπτο όπου έγινε ιατρός στην αυλή του Σουλτάνου. Στα μετέπειτα έργα του, ο Μαιμονίδης όχι μόνο έδειξε την επιρροή του Αβερόη, αλλά και αναγνώρισε τη σημασία της. Ο Μαιμονίδης είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος της λεγόμενης ανθρωπομορφικής σχολής της Ιουδαϊκής θρησκείας.
Για τον Χριστιανισμό τον ενδέκατο αιώνα, η διδασκαλία των Μουσουλμάνων Φαλσαφα και των Ελλήνων φιλοσόφων άργησαν κάπως να φέρουν αποτέλεσμα. Χρειάστηκε να μεσολαβήσει η βαρβαρότητα των σταυροφόρων. Η πρώτη σταυροφορία το 1096-1099, έφερε τη Ρώμη, με τη βοήθεια των Χριστιανικών κρατών της βόρειας Ευρώπης, να προσπαθεί να ανακτήσει την παγκόσμια κυριαρχία της. Ο Χριστιανισμός των Άγγλων, των Σαξόνων και των Φράνκων όμως ήταν στοιχειώδης: επρόκειτο για πολεμοχαρείς, βάρβαρους λαούς που αναζητούσαν μια εξίσου επιθετική θρησκεία. Τον ενδέκατο αιώνα, Βενεδικτίνοι μοναχοί, διασκορπισμένοι στα βορειοευρωπαϊκά κράτη προσπάθησαν να τιθασεύσουν τους κατοίκους τους και να περιορίσουν το παλεμοχαρές πνεύμα τους, δείχνοντάς τους το δρόμο για το προσκύνημα στους Άγιους Τόπους στην Ανατολή. Οι πρώτοι σταυροφόροι έβλεπαν την εκστρατεία τους σαν προσκύνημα στους Άγιους Τόπους, παρόλο που η άποψή τους για το Θεό και τη θρησκεία ήταν ακόμα πρωτόγονη. Δόξαζαν και τιμούσαν πολεμοχαρείς αγίους, όπως ο Άγιος Γεώργιος, ο Άγιος Μερκούριος, ο Άγιος Δημήτριος, με τρόπο που λίγο διέφερε από αυτούς των παγανιστικών θεοτήτων του πρόσφατου παρελθόντος τους. Σε πολλές περιπτώσεις οι Άγιοι αυτοί είχαν μεγαλύτερη σημαία από τον Θεό. Για του σταυροφόρους, ο Ιησούς ήταν μάλλον ο αήττητος πολέμαρχός τους παρά ο Λόγος του Πανάγαθου Θεού: μάζεψε τους ιππότες για να ανακτήσει την πατρική περιουσία του στους Άγιους Τόπους από τους άπιστους. Ξεκινώντας το ταξίδι τους, οι ευγενείς ιππότες άρχισαν να εκδικούνται τον θάνατο του Ιησού, κατακρεουργώντας τους Εβραίους που κατοικούσαν στην κοιλάδα του Ρήνου. Αυτό βέβαια δεν ήταν στο αρχικό πλάνο του πάπα Ουρμπάνου του Β’ όταν τους φώναζε να μαζευτούν για την σταυροφορία, αλλά για τους ίδιους τους ιππότες, δεν είχε σημασία ποιους θα σκότωναν, τους κοντινούς Εβραίους, τους γνωστούς αιρετικούς ορθόδοξους ή τους μακρινούς Μουσουλμάνους, για τους οποίους δεν ήξεραν σχεδόν τίποτα. Εξάλλου, οι υπεύθυνοι για τον θάνατο του Ιησού κατοικούσαν δίπλα τους, γιατί να περιμένουν να διαβούν τα πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα μέχρι την Παλαιστίνη; Στη μακρινή πορεία τους προς την Ιερουσαλήμ, οι ένδοξοι ιππότες αφάνισαν τους πάντες και τα πάντα, στο όνομα του Θεού τους και του πάπα τους. Όταν τέλος πήραν την Ιερουσαλήμ, το καλοκαίρι του 1099, έσφαξαν τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους κατοίκους της, με τέτοια αγριότητα, που σοκάρισε και αυτούς τους αρχηγούς τους.
Έκτοτε, οι Χριστιανοί της Ευρώπης θεώρησαν τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους σαν τους εν Θεώ εχθρούς και τους Βυζαντινούς ορθόδοξους Έλληνες σαν ανταγωνιστές για την είσοδο στον Παράδεισο[50]. Γρήγορα όμως άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα αποτελέσματα της Αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης και της επίδρασης των Φαϊλασούφ από την δύση, δηλαδή από την Μουσουλμανική Ισπανία: Ο Κέλτης φιλόσοφος Dun Scotus Erigena (Εριγένης, 810-877) είχε αρχίσει να μεταφράζει στα λατινικά τους πατέρες της ανατολικής εκκλησίας, ιδιαίτερα του Διονυσίου του Αρεοπαγίτη, για τον εργοδότη του, Κάρολο τον Τολμηρό, Βασιλιά των Φράνκων της Δύσης. Μετά το Σχίσμα των δυο Χριστιανικών εκκλησιών, οι Ευρωπαίοι θεολόγοι ήρθαν σε συχνότερη επαφή με τις λατινικές μεταφράσεις των έργων των αρχαίων Ελλήνων από τα Αραβικά. Πρώτος, μετά τον Εριγένη, ήταν ο Νεοπλατωνιστής φιλόσοφος και ουμανιστής Ιωάννης ο Ιταλός, ο οποίος το 1082 καταδικάστηκε σαν αιρετικός, για τις θρησκευτικές του αντιλήψεις, που ήταν παρμένες από το έργο του Αβισέννα. Ακολούθησαν και άλλοι, πολλοί, Ευρωπαίοι φιλόσοφοι και θεολόγοι, όπως ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι Άνσελμ, ο Πέτρος ο Αβερλάρδος (1079-1147), ο Θωμάς Ακουινάτος (1225-1274), ο Δάντης (Dante Alighieri, 1265-1321) και άλλοι. Και ενώ οι Μουσουλμάνοι στην ανατολή (μαζί με την Ελληνική ορθοδοξία και τον Ιουδαϊσμό) περνούσαν από τον Θεό των φιλοσόφων στο Θεό των Μυστικιστών, οι Δυτικοί Χριστιανοί μόλις ανακάλυπταν τη φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων και προσπαθούσαν να την προσαρμόσουν στη θρησκεία τους: αυτό που οι ίδιοι ονόμασαν ‘Αναγέννηση’.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου