Κεφάλαιο Έκτο

Το Ισλάμ των Μυστών

Ότι σε σας φαίνεται λάθος για ‘κείνον είναι σωστό

Το δηλητήριο του ενός είναι μέλι για τον άλλον

Δεν υπάρχει καλή και κακή λατρεία

Η αγάπη είναι μια και είμαι μέρος της

Τζαλάλ αντ-Ντιν αλ-Ρούμι (1207-1273)[51]

Οι προφήτες των μονοθεϊστικών θρησκειών κήρυξαν τον πόλεμο στη μυθολογία: ο Θεός τους λάβαινε μέρος στην ιστορία, ήταν πολιτικά ενεργός, παρόλο που υπήρχε πάντα ένας μύθος: η προκοσμική επέμβαση Του. Κάποιος, τέλος πάντων, έπρεπε να είχε βάλει το χέρι του. Όταν όμως οι μονοθεϊστές άρχισαν να επιστρέφουν στον μύθο, η μυθολογία των θρησκειών έγινε πάλι το κυριότερο μέσον θρησκευτικής εμπειρίας. Γλωσσολογικά, η σχέση μεταξύ των τριών λέξεων ‘μύθος’, ‘μυστικισμός’, ‘μυστήριο’, είναι προφανής. Προέρχονται όλες από την Ελληνική λέξη μύστος που σημαίνει κλείσιμο του στόματος και των ματιών. Και οι τρεις λοιπόν αφορούν εμπειρίες της σιωπής και του σκότους. Στη Δύση, σήμερα, οι λέξεις αυτές δεν είναι δημοφιλείς. Η λέξη ‘μύθος’, για παράδειγμα, έχει συχνά την σημασία του ψέματος: όταν λέμε ότι κάτι είναι μύθος, εννοούμε συνήθως πως δεν ισχύει. Οι μυθομανείς κατασκευάζουν ανύπαρκτες ιστορίες, ενώ η ‘μυθολογία’ στην επιστήμη είναι ό,τι χειρότερο. Από τον Διαφωτισμό και πέρα, κάθε ‘μυστήριο’ είναι κάτι που πρέπει να διαλευκαίνεται. Αποδίδεται συνήθως σε λάθος συλλογισμό. Ακόμα και οι αστυνομικές ιστορίες ‘μυστηρίων’ λύνονται, αργά ή γρήγορα, από δαιμόνια λαγωνικά. Ακόμα και οι θεολόγοι της Δύσης, έφτασαν να θεωρούν το μυστήριο, σαν απαγορευμένη λέξη. Στις δυτικές γλώσσες, δεν υπάρχει ποτέ ή έκφραση «το μυστήριο του γάμου»[52]. Στην Ανατολή τα πράγματα είναι αλλιώς. Και ενώ στη Δύση, ο ‘μυστικισμός’ συνδέεται συνήθως με παρανοϊκούς τσαρλατάνους, στην Ανατολή ήταν πάντα αποδεκτός δρόμος πνευματικότητας.

Υπάρχουν ενδείξεις ότι τα πράγματα αλλάζουν: Από τη δεκαετία του 1960, όλο και περισσότεροι δυτικοί ανακαλύπτουν τη Γιόγκα, ή θρησκείες όπως ο Βουδισμός, που δεν έχουν μολυνθεί από τον άκρατο θεϊσμό της δικής τους θρησκείας. Ταυτόχρονα, ένα νέο ενδιαφέρον προκύπτει για τις μυθολογίες της ανατολής και των αρχαίων λαών της. Ακόμα και ο ενθουσιασμός για την ψυχανάλυση, που ξεκινώντας από την Αμερική του ’60 απλώθηκε και στην Ευρώπη του ’80, μπορεί να ερμηνευθεί σαν επιθυμία μυστικών εμπειριών: οι δυο διαδικασίες έχουν εκπληκτικές ομοιότητες. Συχνά, η μυθολογία δεν είναι παρά μια προσπάθεια ερμηνείας του ψυχισμού μας, και τόσο ο Φρόιντ όσο και ο Γιουνγκ χρησιμοποίησαν την Ελληνική μυθολογία, όπως το μύθο του Οιδίποδα, για να εξηγήσουν την νέα επιστήμη τους. Ίσως οι δυτικοί να αισθάνονται την ανάγκη για έναν κόσμο εναλλακτικό από αυτόν της τεχνολογίας στον οποίον διαβιούν.

Η θρησκεία των μυστών είναι άμεση και, σε δύσκολες περιόδους, βοηθάει πιο αποτελεσματικά από την εγκεφαλική πίστη. Ταυτόχρονα λύνει κάθε ασυνέπεια ή ασάφεια στην αποκαλυπτική θεολογία των προφητών: όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα, παρελθόν, παρόν και μέλλον χάνουν τη σημασία τους, ο χρόνος είναι σχετικός, κάτι που η ορθολογιστική επιστήμη χρειάστηκε 20 αιώνες (ή και περισσότερο) να ανακαλύψει, οι μύστες το ήξεραν από την αρχή: ιδού το μυστήριο.

Οι πρώτοι μύστες των μονοθεϊστών ήταν βέβαια Εβραίοι[53]: ήταν εξάλλου οι πρώτοι σοβαροί μονοθεϊστές. Ο Ιεζεκιήλ, βλέποντας το άρμα του Θεού να τον πλησιάζει, αναφωνεί: «όταν φτάσεις στις μαρμάρινες πέτρες, να αναφωνήσεις ‘νερό, νερό’ και μέλι με γάλα θα αναβλύσουν»[54]. Αυτό κι’ αν είναι μυστικισμός!

Στο Ισλάμ, αν και η πρωταρχική προσπάθεια του Προφήτη Μωάμεθ ήταν η ίδρυση μιας δίκαιης κοινωνίας, ο ίδιος και οι στενοί συνεργάτες του είχαν από την αρχή τάση στο μυστικισμό. Έτσι, γρήγορα οι Μουσουλμάνοι δημιούργησαν τη δική τους παράδοση σε αυτόν. Ακόμα και οι σημαντικές τάσεις στο Ισλάμ, όπως οι Σιίτες και οι Μουταζιλί, που, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, αναπτύχθηκαν σχεδόν εξαρχής δίπλα στο κυρίως δόγμα, διαφοροποιήθηκαν από αυτό, εν μέρει, λόγω των μυστικιστικών τους προσεγγίσεων: Στον ένατο και δέκατο αιώνες, οι μύστες του Ισλάμ είχαν αναδειχθεί σε εμφανή στοιχεία της Ούμμα (το σύνολο της Μουσουλμανικής κοινότητας), ανησυχούσαν για τα πλούτη των ηγεμόνων και την πενία των φτωχών, ντύνονταν απλά - με τον απλό μανδύα που προτιμούσε ο Προφήτης – και συνεπώς ονομάστηκαν Σούφι, από το Αραβικό όνομα σουφ που υποδηλώνει το απλό ένδυμα που φορούσε ο Προφήτης στην Εγίρα, όταν μετανάστευσε στη Μεδίνα. Έτσι με το όνομα Σούφι, προσδιορίζεται ένα είδος ασκητικού και μυστικιστικού Ισλάμ που αναπτύχθηκε παράλληλα με το κυρίως ρεύμα. Και επειδή στο Ισλάμ δεν υπάρχουν αιρέσεις (με την έννοια που τις ξέρουμε στις δυτικές θρησκείες), ο Σουφισμός ήταν πάντα – και είναι - οργανικό μέρος της Μουσουλμανικής πίστης.

Στο Σουφισμό, η κοινωνική δικαιοσύνη παίζει πάντα κυρίαρχο ρόλο, όπως εξηγεί ο μακαρίτης Γάλλος στοχαστής Louis Massignon, ο μυστικισμός είναι, βασικά, απόρροια εσωτερικής αντίστασης στην αδικία [55]:

Το κάλεσμα του μύστη είναι κυρίως αποτέλεσμα εσωτερικής εξέγερσης της συνείδησης ενάντια στις κοινωνικές αδικίες, όχι μόνο αυτές που αφορούν άλλους, αλλά ειδικά και κυρίως ενάντια στις δικές του, και στην ανάγκη εσωτερικού εξαγνισμού, και την με κάθε τρόπο ανεύρεση του θείου…

Αυτή την κοινωνική δικαιοσύνη, ανάμεσα σε όλα τα μέλη της Ούμμα, αναζήτησαν και οι Μουταζιλί στις πρώτες Μουσουλμανικές κοινότητες. Ο μεγάλος ορθολογιστής των Μουταζιλί, Βαζίλ ιμπν Ατα (πέθανε το 748) και ο δάσκαλός του ασκητής από τη Μεδίνα Χασάν αλ-Μπάσρι (πέθανε το 728) θεωρούνται οι ιδρυτές του Σουφισμού.

Οι Ουλεμά είχαν από νωρίς αρχίσει να ξεχωρίζουν το Ισλάμ από τις άλλες δυο μονοθεϊστικές θρησκείες, διακηρύττοντας ότι είναι η μία και μοναδική αληθινή θρησκεία, αλλά οι Σούφι εξακολουθούσαν να παραμένουν πιστοί στην Κορανική ρήση περί ενότητας όλων των «στον ορθό δρόμο» ευρισκόμενων θρησκειών. Έτσι, πολλοί Σούφι λάτρευαν τον Ιησού σαν προφήτη της εσωτερικής αλήθειας. Μερικοί μάλιστα προκαλούσαν τους Σαχαντά[56], αναφωνώντας: «Δεν υπάρχει Θεός άλλος από τον Αλλάχ και ο Ιησούς είναι ο Προφήτης Του», μια τεχνικά σωστή, αλλά άκρως προκλητική θέση.

Οι Σούφι επηρεάστηκαν και από τους ασκητές Χριστιανούς μοναχούς στη Μέση Ανατολή, η καθοριστική όμως επίδραση πάνω τους είναι αυτή του Προφήτη Μωάμεθ. Έλπιζαν να έχουν παρόμοια με αυτόν εμπειρία θεϊκής αποκάλυψης, ή τουλάχιστον να ζήσουν την μυστικιστική ανάληψη προς το θείο. Διαμόρφωσαν τεχνικές και μεθόδους εναλλακτικής συνείδησης, μεταξύ αυτών νηστείες, αγρυπνίες (που δανείστηκαν από τους Χριστιανούς), αλλά και εκστατικούς χορούς και τραγούδια. Το αποτέλεσμα των ήταν μερικές φορές τόσο παράξενο, που πολλοί Σούφι ονομάστηκαν «μεθυσμένοι». Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο Αμπού Γιαζίντ Μπισταμί (πέθανε το 874), ο οποίος προσέγγισε τον Θεό σαν εραστής, θυσιάζοντας τις προσωπικές του επιθυμίες για να Τον ικανοποιήσει, παραμερίζοντας κάθε εμπόδιο μεταξύ τους.

Άλλοι μύστες, ονομαζόμενοι «νηφάλιοι», ασκούσαν έναν λιγότερο ακραίο πνευματισμό. Ο Αλ-Τζουνάγιντ από τη Βαγδάτη (πέθανε το 910), που έθεσε τις βασικές αρχές του Ισλαμικού Σουφισμού, χαρακτήρισε επικίνδυνο τον μυστικισμό του Μπισταμί. Δίδαξε ότι για τον μύστη, το φάνα (εκμηδένιση) πρέπει να ακολουθείται από το μπάκα (αναγέννηση). Η ένωσή μας με το Θεό δεν θα πρέπει να καταστρέφει ή να αλλοιώνει τις φυσικές μας δυνατότητες, αλλά να τις ενισχύει. Η εμπειρία της πνευματικής υπέρβασης ήταν για τους Σούφι κεντρική, όσο και στον Πλάτωνα ή στους Γνωστικούς, αλλά η εμπειρία του Σουφισμού έπρεπε να γίνεται μετά από κατάλληλη άσκηση και διδασκαλία, γι’ αυτό ο Τζουναγίντ πρότεινε στου νέους, πριν προσπαθήσουν να ασκήσουν τις Σουφιστικές διαδικασίες να μαθητεύσουν μερικά χρόνια κοντά σε κάποιο δάσκαλο.

Πολλοί από τους μεγάλους μύστες του Ισλάμ ένοιωσαν την ανάγκη του Σουφισμού στη διάρκεια του χατζ, ενώ εκτελλούσαν τις περιστροφές γύρω από την Καάμπα. Ένας τέτοιος ήταν και ο Μουίντ αντ-Ντιν ιμπν αλ-Αραμπί (1165-1240) ο οποίος αποφάσισε να εξερευνήσει το Σουφισμό κατά τη διάρκεια του χατζ στη Μέκκα, το 1201. Μέχρι τότε ο αλ-Αραμπί πίστευε ότι μπορούμε να προσεγγίσουμε το Θεό μόνο με τη λογική και τη φιλοσοφία. Στη Μέκκα είχε ένα όραμα, μιας νεαρής κοπέλας, της Σοφίας, της Αγίας του Θεού Σοφίας, η οποία, τυλιγμένη σε ένα άσπρο πέπλο, η οποία του είπε ότι είναι αδύνατον να αγαπήσουμε το Θεό στηριζόμενοι μόνο στα λογικά επιχειρήματα της φιλοσοφίας, της οποίας μέχρι τότε ήταν οπαδός. «Αν αγαπήσεις ένα ον για την ομορφιά του, αυτό είναι ο Θεός, αυτός είναι το πιο Ωραίο Ον» είπε στο περίφημο έργο του Φουτουγιάτ αλ-Μακκίγια (Αποκαλύψεις στη Μέκκα), «συνεπώς, το αντικείμενο της αγάπης μας είναι μόνο ο Θεός»[57] . Κάπου ογδόντα χρόνια αργότερα ο Ιταλός ποιητής Dante Alighieri (ο Δάντης) είχε μια παρόμοια εμπειρία στη Φλωρεντία όταν είδε την Beatrice Portinari[58]. Στο τέλος ο Αλ-Αραμπί πίστεψε ότι ο Θεός δεν έχει αντικειμενική υπόσταση και, αν και ήταν οπαδός της Αριστοτελικής σκέψης, έλεγε ότι η ύπαρξη του Θεού δεν μπορεί να αποδειχθεί με τη λογική και τη φιλοσοφία. Απέδιδε στον εαυτό του το όνομα Χιντρ, μιας μυστηριώδους φιγούρας από το Κοράνι που παρουσιάζεται στον Μωυσή όταν φέρνει του νόμους στους Ισραηλίτες. Ο Θεός έδωσε στον Χιντρ ειδικές γνώσεις του εαυτού του, και ο Μωυσής του ζητά να τον καθοδηγήσει, αλλά αυτός του λέει ότι δεν μπορεί να το κάνει, γιατί οι πληροφορίες που του ζητά είναι έξω από τις δυνατότητές του (του Μωυσή) να καταλάβει[59]. Προφανώς, θρησκευτικές ‘πληροφορίες’ που δεν έχουμε οι ίδιοι βιώσει, δεν αφομοιώνονται. Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τις αναζητήσουμε οι ίδιοι. Το όνομα του Χιντρ στα Αραβικά σημαίνει «ο πράσινος», υπονοώντας έτσι ότι η Σοφία Του είναι πάντα σύγχρονη και συνεχώς ανανεούμενη. Ακόμα και ένας προφήτης σαν τον Μωυσή, δεν μπορεί πάντα να καταλάβει απόλυτα τις εσωτερικές μορφές της θρησκείας, γιατί στο Κοράνι αναφέρεται ότι όταν ο Χιντρ, μετά τις επίμονες εκκλήσεις του Μωυσή, του δίνει οδηγίες τί πρέπει να κάνει, ο τελευταίος δεν καταλαβαίνει τίποτα. Η σούρα, σύμφωνα με την ερμηνεία των Σούφι, υπαινίσσεται ότι η εξωτερική μορφή των θρησκειών δεν αντιστοιχεί αναγκαστικά με τα πνευματικά και μυστικιστικά τους στοιχεία. Άνθρωποι σαν τους Ουλεμά ίσως δεν είναι σε θέση να καταλάβουν το Ισλάμ των Σούφι. Στη Μουσουλμανική παράδοση των Σούφι, ο Χιντρ είναι ο κύριος όλων όσων αναζητών την μυστικιστική αλήθεια, η οποία, εξ ορισμού, είναι διαφορετική από την εξωτερική, φανερή αλήθεια. Δεν οδηγεί τους οπαδούς του σε μια γενικευμένη θρησκευτική εμπειρία, αυτή είναι κυριολεκτικά υποκειμενική, για τον καθένα ξεχωριστή και μοναδική.

Πράγματι, οι διδασκαλίες του αλ-Αραμπί ήταν πολύ δυσνόητες για την μεγάλη πλειοψηφία των Μουσουλμάνων, έφτασαν όμως στους καθημερινούς ανθρώπους και κατά τον ενδέκατο και δωδέκατο αιώνες, σε ορισμένες Μουσουλμανικές χώρες, είχαν απήχηση στην πλειοψηφία των Μουσουλμάνων. Τότε ιδρύθηκαν οι περισσότερες ομάδες Σούφι, οι ονομαζόμενες μέχρι σήμερα Ταρίκα, η κάθε μια με τη δικιά της ερμηνεία του μυστικισμού στο Ισλάμ. Συχνά, οι Σούφι σεΐχες είχαν μεγάλη και αποφασιστική επιρροή στους πολίτες των περιοχών τους.

Η πιο γνωστή από τις ομάδες αυτές είναι οι Μαουλαουίγια Σούφι, τα μέλη της οποίας είναι γνωστά στη δύση σαν «περιστρεφόμενοι δερβίσηδες». Ο επιβλητικός και μεγαλοπρεπής χορός τους είναι μια μέθοδος αυτοσυγκέντρωσης. Καθώς στροβιλίζεται, ο Σούφι χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, διαλύει τον εγωκεντρισμό του και γίνεται ένα με το σύμπαν, το οποίο του δίνει μια γεύση αφανισμού, μια πρόγευση θανάτου. Ιδρυτής της ομάδας δεν είναι άλλος από τον γνωστό μας Τζαλάλ αντ-Ντιν Ρούμι, γνωστό στους οπαδούς του σαν Μαουλάνα, ο Δάσκαλος. Μικρός, αναγκάστηκε να φύγει από τη γενέτειρά του, το Χουρασάν στην κεντρική Ασία, και να καταφύγει στο Ικόνιο *στη σημερινή Τουρκία), αποφεύγοντας τους Μογγόλους κατακτητές. Οι ιδέες του, παρόμοιες με αυτές του αλ-Αραμπί, αλλά το ποίημα του Μασνάουι, γνωστό σαν η βίβλος των Σούφι, είχε μεγάλη απήχηση στον κόσμο και βοήθησε στην ένταξη πολλών ανθρώπων στο Σουφισμό. Το 1244 ο Ρούμι συνδέθηκε με τον περιπλανώμενο δερβίση Σαμς αλ-Ντιν, τον οποίο εκτίμησε πολύ και έγινε μαθητής του. Ο Σαμς αλ-Ντιν θεωρούσε τον εαυτό του μετενσάρκωση του Προφήτη και ζητούσε να τον προσφωνούν Μωάμεθ. Η συμπεριφορά του θεωρείται αμφίβολη και λέγεται ότι δεν ακολουθούσε τη Σαρία (τον Ισλαμικό Νόμο), αφού θεωρούσε τον εαυτό υπεράνω τέτοιων λεπτομερειών. Μετά τον θάνατο του δασκάλου του (δολοφονήθηκε σε μια εξέγερση), ο Ρούμι συνέχισε το έργο του, σύμφωνα με τον ίδιο, καθοδηγούμενος από αυτόν

Ο Σουφισμός βρήκε οπαδούς τόσο στον Ιουδαϊσμό όσο και στην Ανατολική Ορθόδοξη θρησκεία. Ένας από τους σημαντικότερους θεολόγους της, ο Γρηγόριος Παλαμάς, επίσκοπος Θεσσαλονίκης, γύρω στα 1330, υποστήριξε πολλές από τις αρχές του μυστικισμού και του προσωποπαγούς θεού, κατά των πεποιθήσεων του Βαρλαάμ, επισκόπου Καλαβρίας, που είχε επηρεαστεί σημαντικά από το έργο του Αριστοτελικού Θωμά Ακινάτου. Ουσιαστικά, η διαμάχη ανάμεσα στους Βαρλαάμ-Ακινάτο και τον Γρηγόριο Παλαμά και τους οπαδούς του ήταν διαμάχη ανάμεσα στο Θεό των φιλοσόφων και αυτόν των Μυστών. Το 1341, η Σύνοδος των επισκόπων της Ορθόδοξης Εκκλησίας καταδίκασε τον Βαρλαάμ και τις ιδέες του, αλλά αρκετοί Ορθόδοξοι Θωμιστές όπως οι Γρηγορίος Ακίνδυνος, Νικηφόρος Γρηγοράς και Πρόχορος Κυδώνης εξακολούθησαν να πρεσβεύουν τη διδασκαλία του Θωμα Ακινάτου (τον οποίο αργότερα η δυτική εκκλησία ανακήρυξε άγιο). Η παπική εκκλησία, εξάλλου, ποτέ δεν αναγνώρισε τον Σουφισμό. Δεν ταίριαζε καθόλου με τους ημιβάρβαρους πιστούς της.

Στο Ισλάμ όμως, ο Θεός των Σούφι είχε επικρατήσει πάνω στο Θεό των φιλοσόφων. Στη Δύση, ο μυστικισμός έχασε ολοκληρωτικά τη μάχη απέναντι στον ορθολογισμό. Αργότερα, ο Διαφωτισμός και η Μεταρρύθμιση θα ολοκλήρωναν την ήττα του.

Πίσω στα Περιεχόμενα

Συνέχεια στο Έβδομο Κεφάλαιο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου