

Εισαγωγή
Θρησκεία είναι η ικανότητά μας να σκεφτόμαστε αυτό που δεν υπάρχει
Ισλάμ και Ισλαμισμός
Ανοίγοντας μια εφημερίδα ή την τηλεόραση ακούμε κάτι για το Ισλάμ. Ιστορίες που συχνά συνοδεύονται από εικόνες βίας. Στο Ιράκ, στο Κασμίρ, στην Αλγερία, στην Αίγυπτο,
στην Παλαιστίνη, στο Πακιστάν, στην Ινδία, αλλά και στη Δύση, ακόμα και στη σ
υντηρητικά ανεκτική Δανία, αυτά που ακούμε από τα ΜΜΕ για το Ισλάμ και τους οπαδούς του είναι ότι πρόκειται για μια σκληρή, ασυμβίβαστη ιδεολογία, με την επίφαση της πίστης στο Θεό, της οποίας οι οπαδοί είναι έτοιμοι να καταφύγουν στη βία για να υπερασπιστούν τις αρχές τους ή ακόμα και για να επιβάλλουν τη θέλησή τους σε άλλους. Για όσους όμως είναι πιο κοντά στους Μουσουλμάνους και στις παραδόσεις τους, αυτή η εικόνα του «μαχόμενου Ισλάμ» δεν είναι παρά ένας μύθος, έντεχνα ή αφελώς διατηρημένος και τροφοδοτούμενος από επιτήδειους και μη, με σκοπό να στιγματίσουν τους πιστούς του – που σύμφωνα με όλα τα
δεδομένα, αποτελούν τουλάχιστον το ένα πέμπτο του πληθυσμού της γης. Όχι βέβαια πως στο Ισλάμ δεν υπάρχουν εξτρεμιστές και παράφρονες. Αυτοί δυστυχώς φύονται παντού και πάντα. Αλλά, στατιστικά τουλάχιστον, οι παράφρονες της πίστης, οι φονταμενταλιστές, οι «ξαναγεννημένοι» οραματιστές πρέπει να αναζητηθούν – ποσοστιαία τουλάχιστον – περισσότερο στο Χριστιανισμό της Διαμαρτυρίας ή τον Ιουδαϊσμό των Σιωνιστών ή στον Ινδουισμό της ακρότητας, παρά στο Ισλάμ. Ακόμα και η πιο συντηρητική άποψη του Ισλάμ, η Σίι’α – μικρό ποσοστό των Μουσουλμάνων του πλανήτη – αποκρούει κάθε έννοια βίας. Η ίδια η λέξη ‘Ισλάμ’ σημαίνει στα Αραβικά «εθελούσια παράδοση» και ετυμολογικά συνδέεται με την λέξη ‘σαλάαμ’ που σημαίνει ειρήνη. Ο παγκόσμιος χαιρετισμός των Μουσουλμάνων είναι η φράση ‘σαλάαμ αλέικουμ’ που σημαίνει «να έχεις ειρήνη»
Στα μάτια πολλών Μουσουλμάνων, η παραμόρφωση της εικόνας της πίστης τους είναι δουλειά των δυτικών ΜΜΕ. Η άποψη αυτή δεν είναι τυχαία. Τα νόμιμα δικαιώματα των σιωπηλών μειονοτήτων – ενίοτε και των καταφανώς αδικούμενων πλειονοτήτων – συχνά παραμερίζονται στις ‘δυτικές δημοκρατίες’ χάριν μιας αμφίβολης αν όχι κακόβουλης σκοπιμότητας, είτε αυτή φοράει τον ομιχλώδη μανδύα κάποιας ‘εθνικής ασφάλειας’, είτε την πιο χοντρή πατατούκα των οικονομικών μεγιστάνων, των δήθεν ολυμπιακών τουρκομπαρόκ πανηγυριών. Έτσι όλοι είναι ευχαριστημένοι, και τα ΜΜΕ, κάνοντας τη δουλειά τους, ανατροφοδοτούν τη διαδικασία της πολιτικής σκοπιμότητας, βοηθούμενα – ένθεν κακείθεν – από τους γνωστούς και μη εξαιρετέους ‘σοφούς’ της σύγκρουσης: Πρόσφατα, ο γνωστός και με σημαντική επιρροή καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Harvard, και γνωστός εκπρόσωπος του Προτεσταντικού φονταμενταλισμού, ο Samuel Huntington, προέβλεψε «σύγκρουση πολιτισμών» ανάμεσα στο «Ισλάμ και τη Δύση».Οι απόψεις του, χωρίς καμιά απολύτως τεκμηρίωση, έκαναν το γύρο του κόσμου και απετέλεσαν βάση για δημιουργία πολιτικής – αν δεν προκλήθηκαν από αυτή. Αλλά και στον Ισλαμικό κόσμο, οι δηλώσεις Huntington πήραν ευρεία δημοσιότητα. Και το χειρότερο: προκάλεσαν ανάλογες αντιδράσεις στο Μουσουλμανικό κόσμο με αναφορές στις σταυροφορίες, ιερούς πολέμους και άλλα τέτοια
Μια ακόμα, πολύ πρόσφατη παραμόρφωση της αλήθειας, είναι η αναταραχή που δημιούργησαν τα λεγόμενα «σκίτσα του Προφήτη» που δημοσίευσαν κάποιες Ευρωπαϊκές εφημερίδες και έδωσαν αφορμή για ανάλογες εκδηλώσεις ηλιθιότητας σε πολλές Μουσουλμανικές κοινωνίες. Το μόνο που έμεινε έξω από το πανηγύρι ήταν η αλήθεια: κανείς δεν αναφέρθηκε στο γεγονός ότι οι εφημερίδες που δημοσίευσαν αυτά τα σκίτσα ήταν «εγνωσμένης πολιτικής τοποθέτησης» και η ιστορία τους «εγγυάται» για την προσήλωσή τους στις αρχές της ελευθεροτυπίας. Όπως κανείς δεν αναφέρεται στο γεγονός ότι στη Μουσουλμανική θρησκεία απαγορεύεται ρητά κάθε απεικόνιση του Προφήτη. Για φανταστείτε τί θα συμβεί αν κάποιος καλοθελητής αποφασίσει να διακωμωδήσει την Ακρόπολη ή να παραστήσει τον Πλάτωνα σαν παιδεραστή! Εδώ, τις σεξουαλικές προτιμήσεις του Μεγαλέξανδρου τόλμησαν να αμφισβητήσουν και οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν απ’ άκρου σ’ άκρο της επικράτειας, και όχι μόνο. Αλλά, δυστυχώς ο ελληνισμός φαίνεται να έχει φάει τα ψωμιά του και η αναμέτρηση με τους Έλληνες δεν εξυπηρετεί κανένα «σοβαρό» σκοπό – τουλάχιστον έτσι φαίνεται να νομίζουν. Με το Ισλάμ όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά: εμείς, νομίζω θα παραμείνουμε στην ερμηνεία του Άγγλου εργατικού παρατηρητή Fred Halliday που θεωρεί ότι «ο μύθος της αναμέτρησης συντηρείται από δυο αντιμαχόμενες πλευρές – το ένα στρατόπεδο, κυρίως στη Δύση, επιδιώκει να μετατρέψει τους Μουσουλμάνους σε έναν νέο εχθρό και το άλλο, κυρίως στις Ισλαμικές χώρες, που ανακηρύσσει τον μη-Μουσουλμανικό κόσμο, ιδιαίτερα τους δυτικούς, στον απόλυτο εχθρό της θρησκείας του». Θα προσθέσω μόνο έναν καταλύτη που θα μπορούσε κάλλιστα να τροφοδοτήσει την έκρηξη: τους ηλίθιους πολιτικούς «σωτήρες» που θεωρούν εαυτόν θεόσταλτο Μεσσία, ή Μαχντί, επί το Μουσουλμανικότερο…
Το να ορίσει κανείς το Ισλάμ είναι κάθε άλλο παρά απλό θέμα. Σύμφωνα με τα Δυτικά πρότυπα, που είναι εντελώς αδύναμα στον Μουσουλμανικό πολιτισμό, θα μπορούσε κανείς να αρχίσει λέγοντας ότι το Ισλάμ είναι ταυτόχρονα πίστη και πολιτική ιδεολογία. Είναι επίσης, εν μέρει, σημείο ατομικής και ομαδικής ταυτότητας. Οι τρεις αυτοί ορισμοί ούτε περικλείουν ούτε αποκλείουν αλλήλους.
Στόχος του ταπεινού αυτού βιβλίου δεν είναι βέβαια να φωτίσει ένα τόσο πολύπλοκο, και ίσως από πολλές πλευρές επικίνδυνο, θέμα. Ούτε φιλοδοξούμε να εξηγήσουμε τα ανεξήγητα και εν πολλοίς κοινά μυστικά. Θέλουμε απλά να δώσουμε στους Έλληνες αναγνώστες μας μια βάση πληροφοριών για τον Ισλαμικό πολιτισμό, την Μουσουλμανική θρησκεία και το ρόλο που έπαιξαν στην ιστορία μας και που ίσως παίξουν στο μέλλον. Αυτό θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε την πραγματικότητα και να διαδραματίσουμε σαν λαός και σαν έθνος τον ρόλο που μας έταξε η ιστορία και η θέση μας στον κόσμο.
Οι Έλληνες έχουμε πολλούς λόγους να γνωρίζουμε καλύτερα το Ισλάμ. Ο τελευταίος από αυτούς είναι εθνικός. Είμαστε ο μόνος, προς το παρόν ίσως, ευρωπαϊκός λαός με γηγενή Μουσουλμανική μειονότητα. Η μοναδική μη Ισλαμική χώρα που έχει Μουφτή (και μάλιστα δυο, για να επιβεβαιώσουμε την γνωστή Ελληνική υπερβολή). Κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει τον ακριβή αριθμό των Μουσουλμάνων, γηγενών και αλλοδαπών, που ζουν σήμερα στην Ελλάδα. Ίσως πλησιάζουν το ένα εκατομμύριο. Αν είναι έτσι, μιλάμε για το 10% του πληθυσμού. Για να ζήσουμε μαζί τους πρέπει να τους καταλάβουμε. Όσο για τους Έλληνες Μουσουλμάνους στη Θράκη, αυτούς τους έχουμε ξεγράψει από κάθε «εθνική προσπάθεια». Δεν τους αναγνωρίζουμε το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, προσκολλημένοι αλύπητα – φευ – στα δεδομένα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (την οποία κατά τα άλλα αποκηρύσσουμε μετά βδελυγμίας, και η οποία ως γνωστόν δεν αναγνώριζε εθνότητες αλλά μόνο θρησκείες). Καιρός να αντιληφθούμε ότι Έλληνες δεν είναι μόνο όσοι στη ταυτότητά τους (παλαιάς κοπής) αναγράφεται το περιβόητο ΧΟ (που δεν έχει σχέση με τον Χο Τσι Μινχ) αλλά όλοι όσοι μετέχουν της γνωστής Ισοκράτειας ρήσης. Γιατί οι Έλληνες και ο Ελληνισμός δεν περιορίζονται στο θλιβερό κρατίδιο της νότιας Βαλκανικής ούτε στη κρατική (και κρατικοδίαιτη) θρησκεία του. Τον δέκατο τρίτο αιώνα, στην Ιωνία ζούσαν περίπου τρία εκατομμύρια Ρωμιοί. Χώρια το πόσοι ζούσαν στον Πόντο, στη Συρία, στη Βακτριανή, στην Αίγυπτο… Πού είναι όλοι αυτοί; Είναι εκεί που είναι, και είναι Έλληνες, Μουσουλμάνοι οι περισσότεροι. Καιρός να τους αναζητήσουμε.
Μια άλλη, πιο σημαντική ίσως αιτία να μάθουμε κάποια πράγματα για το Ισλάμ είναι ότι είμαστε τόσο κοντά του. Και όχι μόνο φυσικά. Πολιτιστικά, αισθητικά, ανθρώπινα, αλλά και θρησκευτικά. Στο θέμα θα επανέλθουμε αργότερα με περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά προς το παρόν ας θυμηθούμε ότι όταν οι Έλληνες των Ελληνιστικών χρόνων διαχύθηκαν στην Ανατολή μεταφέροντας τον πολιτισμό τους, είχαν συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για την επιμόρφωση των κόσμων που συνάντησαν και μετέδωσαν την Ελληνική γλώσσα και τον Ελληνικό πολιτισμό. Στο πρόγραμμα αυτό δεν περιλαμβανόταν η θρησκεία. Οι ίδιοι παραδόθηκαν, σχεδόν αμαχητί, στις νέες θρησκείες.
Τέλος, ο σημαντικότερος λόγος που πρέπει να μάθουμε για το Ισλάμ είναι ότι σ’ αυτό οφείλουμε την μετάδοση της γνώσης των αρχαίων Ελλήνων στη Δύση. Μετά το κλείσιμο της φιλοσοφικής σχολής των Αθηνών από τον Ιουστινιανό το 529, το τελευταίο οχυρό της ειδωλολατρικής διανόησης πέρασε στην ιστορία και μαζί η Ελληνική φιλοσοφία νικήθηκε ολοκληρωτικά και πέρασε κυριολεκτικά στην παρανομία: ο τελευταίος μεγάλος της δάσκαλος, ο Πρόκλος (412-485), πιστός μαθητής του Πλοτίνου, φυλακίστηκε βάναυσα. Και για να τελειώνουμε με όλα τα Ελληνικά πράγματα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, τέσσερα χρόνια αργότερα παρουσιάστηκαν τέσσερα μυστικιστικά δοκίμια, υποτίθεται γραμμένα από τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον πρώτο εκχριστιανισθέντα από τον Απόστολο Παύλο Αθηναίο. Στην πραγματικότητα είχαν γραφεί από κάποιον ανώνυμο Έλληνα Χριστιανό του έκτου αιώνα που ήθελε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Το ψευδώνυμο είχε τη συμβολική του σημασία που ήταν σημαντικότερη από την ταυτότητα του συγγραφέα: ο ψευδο-Διονύσιος κατάφερε να βαφτίσει τον παρακμάζοντα Νεοπλατωνισμό και πάντρεψε το Θεό των Ελλήνων με τον Σημιτικό Θεό της Bίβλου![2]
Μέχρι τον 12ο αιώνα η Δύση έμεινε αποκομμένη από την Ελληνική σκέψη. Στην Κόρντομπα της Αραβικής Ανδαλουσίας, ένας νέος ευγενής πρίγκιπας , ευσεβής Μουσουλμάνος, έγινε ο πρώτος που μετάφρασε στα λατινικά – από τα Αραβικά που τον είχαν μεταφράσει πεντακόσια χρόνια πριν, Νεστοριανοί αιρετικοί μοναχοί - τον Αριστοτέλη και εντυπωσίασε τους συγχρόνους του θεολόγους και σοφούς του Μεσαιωνικού Χριστιανισμού. Το έργο του μεταφράστηκε και στα Εβραϊκά. Τα σχόλιά του για τον Αριστοτέλη είχαν τεράστια απήχηση σε διαπρεπείς σοφούς και θεολόγους, όπως ο Μαιμονίδης, ο Άγιος Θωμάς Ακινάτος[3] και ο Αλβέρτος ο Μέγας. Δοξάστηκε, τιμήθηκε και θεωρήθηκε – από άνδρες όχι μικρότερους του Ernest Renan – ελεύθερο πνεύμα και πρωτοπόρος του ορθολογισμού. Πρόκειται για τον Αμπού Αλ-Ουαλίντ Ιμπν Αχμάντ Ιμπν Ρουσντ (1126-1198), τον γνωστό στη Δύση Αβερόη. Τον δωδέκατο αιώνα, Ευρωπαίοι στοχαστές κατέκλυαν την Ισπανία για να πάρουν μια πρώτη γεύση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και άλλων Ελλήνων φιλοσόφων που είχαν πρόσφατα μεταφράσει στα λατινικά Μουσουλμάνοι λόγιοι. Μια τεράστια δουλειά. Τα μεταφρασμένα Ελληνικά κείμενα έγιναν για πρώτη φορά γνωστά στη Βόρεια Ευρώπη. Οι μεταφραστές δούλεψαν και πιο πρόσφατα κείμενα Μουσουλμανικής σοφίας με ανακαλύψεις Αράβων επιστημόνων και ιατρών. Τί ειρωνεία! Τον ίδιο καιρό που Ευρωπαίοι Χριστιανοί, οι ιππότες και οι άνθρωποι του πάπα, ήταν απασχολημένοι καταστρέφοντας το Ισλάμ στη Μέση Ανατολή (και στην μισητή τους αιρετική Κωνσταντινούπολη), οι Μουσουλμάνοι της Ισπανίας βοηθούσαν τη Δύση να χτίσει τον πολιτισμό της!
Η Summa Theologiae του Θωμά Ακινάτου ήταν μια προσπάθεια ενοποίησης της «νέας» Ελληνικής φιλοσοφίας με την χριστιανική παράδοση της Δύσης. Ο Ακινάτος εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τον Ιμπν Ρουσντ και τα σχόλιά του για τον Αριστοτέλη. Ο Αβερόης δεν ήταν ο μόνος της σχολής του. Όπως λέει ο σπουδαίος Ελληνό-Ρουμάνος-Αμερικανός θεολόγος φιλόσοφος Μιρκέα Ηλιάδης[4], πολλά από τα αρχαία Ελληνικά έπη, οι μύθοι και τα κείμενα των Ελλήνων πέρασαν στη Δυτική θρησκεία και κατ’ επέκταση στον δυτικό πολιτισμό, τον δωδέκατο αιώνα με τη δουλειά των Αράβων της Ανδαλουσίας, γιατί ο Θεός, στη βαθύτερη έννοια της λέξης, είναι προϊόν της φαντασίας μας και η φαντασία μας είναι η κυριότερη θρησκευτική μας ικανότητα. Η φαντασία λοιπόν των Ευρωπαίων στοχαστών του 12ου αιώνα, διευρυμένη από την αρχαία Ελληνική φιλοσοφική σκέψη, με καταλύτη το Ισλάμ της Ανδαλουσίας, είναι η σπίθα που έφτασε στην Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό. Και μετά σου λέει «Ανήκωμεν εις την Δύσην». Έ! Όχι. Ανήκωμεν εις την Ανατολή αλλά μας ανήκει η Δύση!
Κεφάλαιο Πρώτο
Ισλάμ και Σύγχρονος Κόσμος
…ή μη νόησις εστίν αλλά δύναμις, εύλογον επίπονον είναι το
συνεχές αυτώ της νοήσεως…
…Υπάρχουν πράγματα που είναι καλύτερα να μη τα ξέρουμε…
Στον κόσμο αυτό, οι πραγματικοί πιστοί χρειάζεται συχνά να συμβιώνουν με σκεπτικιστές και υλιστές. Από τον Ατζίτα Κεσακαμπαλίν, που στην αρχαία Ινδία είχε το θράσος να αμφισβητήσει την μετενσάρκωση, μέχρι τον Ιάπωνα στοχαστή Γιαμαγκάτα Μπαντό
(πέθανε το 1821), που ισχυρίστηκε ότι «σ’ αυτό τον κόσμο δεν υπάρχουν θεοί, Βούδες και
φαντάσματα, ούτε παράξενα ή θαυμαστά πράγματα», το ίδιο το ιερό βιβλίο του Ισλάμ, το Κοράνι περιγράφει ανθρώπους που ισχυρίζονται τα εξής:
Δεν έχουμε παρά μόνο τη ζωή μας αυτή σ’ αυτό τον κόσμο. Θα πεθάνουμε και τώρα ζούμε, και μόνο ο Χρόνος μπορεί να μας καταστρέψει (Κοράνι, 45:24)
Ο χρόνος στα Αραβικά λέγεται ‘νταχρ’, συνεπώς οι άνθρωποι αυτοί ονομάστηκαν νταχρί. Εμείς τους είπαμε υλιστές και προφανώς συνυπάρχουν με τους πιστούς παντού και π

άντα. Όσο για τους σκεπτικιστές, τον ένατο αιώνα ο Ιμπν Ραουάντι έλεγε ότι: «Το Κοράνι δεν είναι λόγος κάποιου με σοφία, και περιέχει αντιφάσεις, λάθη και παραλογισμούς». Το Ισλάμ είχε τουλάχιστον το ποσοστό του και από τους δύο. Στον παραδοσιακό όμως Ισλαμικό κόσμο, όπως και σε άλλες μονοθεϊστικές κοινότητες της εποχής, οι σκεπτικιστές και οι υλιστές παρέμεναν διακριτικά αόρατοι. Η θέση τους ήταν στο ντουλάπι.
Ο σύγχρονος κόσμος είναι εντελώς διαφορετικός. Τέτοιου είδους άνθρωποι, όχι μόνο βγήκαν από το ντουλάπι, αλλά κατά κάποιο τρόπο πήραν τα ηνία. Αν κατατάξουμε τους ανθρώπους σε μια γραμμή με δυο άκρα, στο ένα οι ακραιφνείς πιστοί, στο άλλο οι εντελώς άπιστοι, η μεγάλοι μάζα του πληθυσμού σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε Δύση, τοποθετείται μάλλον κάπου στη μέση. Η αιχμή του πολιτιστικού δόρατος όμως βρίσκεται πιο κοντά στην α-πιστία. Το αποτέλεσμα είναι ένα κλίμα που, παρά τη γνήσια ανοχή και τον αβίαστο σεβασμό των πεποιθήσεων, δεν είναι και πολύ φιλόξενο για τους πραγματικούς πιστούς. Η σιγουριά τους μεταφράζεται σε διανοητική απλοϊκότητα, ο ζήλος τους θεωρείται λανθάνων φασισμός.
Ένας από τους λόγους αυτής της κατάστασης είναι η μοναδική θέση της επιστήμης στη ζωή μας. Η θέση αυτή έχει κατά καιρούς αμφισβητηθεί και, στις πρόσφατες δεκαετίες, με εμφανή επιτυχία. Αν, για οποιονδήποτε λόγο, η επιστημονική πρόοδος σταματούσε, το επίπεδο της θρησκευτικότητας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες θα ανέβαινε δραματικά και ο εικοστός αιώνας θα έμοιαζε σαν μεταβατική περίοδος απιστίας. Αλλά, μέχρι τα πρώτα χρόνια του εικοστού-πρώτου αιώνα, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ακόμα. Εξακολουθούμε να ζούμε σ’ έναν παγκόσμιο πολιτισμό του οποίου ο κοσμικός και τεχνικός-επιστημονικός προσανατολισμός περιορίζει όχι μόνο τους ισχυρισμούς των θρησκειών αλλά και τις ίδιες τις θρησκείες. Τί νόημα θα είχε, σ’ έναν προοδευτικό, επιστημονικό και τεχνοκρατούμενο κόσμο, να επιμένουμε στην αυθεντία ενός ξεπερασμένου θεού και στο Λόγο του που όχι μόνο ανήκει στο παρελθόν, αλλά και δεν αντιλαμβάνεται τις προτεραιότητές μας; Ένας θεός που, αν μπορεί να σταματήσει τον πόνο μας και δεν το κάνει, είναι επικίνδυνος, αν δεν μπορεί, είναι άχρηστος;
Όπως θα περίμενε κανείς, διαφορετικοί πολιτισμοί αντιδρούν διαφορετικά σ’ αυτόν τον περιορισμό της θρησκευτικότητας. Στη βόρεια Αμερική, οι πιστοί αισθάνονται αρκετά δυνατοί να διεξάγουν πολιτισμικό πόλεμο κατά της πλειονότητας των αδιάφορων, αλλά προς το παρόν τουλάχιστον, χωρίς καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Στην ανατολική Ασία, δεν υπάρχουν ηγεμονικές θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις (με εξαίρεση ίσως τη βόρεια Κορέα). Η Ιαπωνία, με το υψηλότερο ποσοστό άθεων στον κόσμο, είναι στις πρώτες θέσεις του τεχνολογικού πολιτισμού. Η Κίνα, όπου και τα τελευταία κάστρα του Κομφουκιανισμού περιέπεσαν στην δικαιοδοσία των κόμικς, έρχεται.
Το περίεργο είναι ότι από όλες τις πολιτιστικές περιοχές του πλανήτη μας, οι περιοχές που κυριαρχεί το Ισλάμ είναι αυτές με τη μικρότερη διείσδυση αθρησκείας. Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα, είναι οι φονταμενταλιστές που εκπροσωπούν την αιχμή του πολιτισμού τους. Εξυπακούεται ότι δεν θα πρέπει να περιμένουμε από τον Ισλαμικό κόσμο τις ίδιες αντιδράσεις απέναντι στη θρησκεία που βλέπουμε στη Δύση. Ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός χαρακτηρίζεται από δυο ιστορικά φαινόμενα, και τα δύο παράγωγα του 19ου αιώνα. Το πρώτο ήταν η αμείλικτη «κριτική στάση» απέναντι στη βίβλο. Μια έντονα φιλολογική προσέγγιση στις παραδοσιακές γραπτές πηγές της δυτικής θρησκείας, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια συρραφή πηγών και συγκερασμό εποχών που ελάχιστα ικανοποιεί την ανάγκη της πραγματικότητας. Το δεύτερο ήταν η διάθεση των ίδιων των πιστών να αδιαφορήσουν για την μετακίνηση της θρησκευτικότητας των μαζών. Ελάχιστοι στοχαστές θέλησαν να απωθήσουν την θρησκευτική κριτική των πολλών και ουδείς φάνηκε να ενοχλείται από την ραγδαία αύξηση της αμφισβήτησης. Η άλωση της δυτικής θρησκείας προήλθε εκ των έσω! Κανένα από αυτά τα δυο φαινόμενα, ιδιαίτερα το πρώτο, δεν συνέβη στο Ισλάμ. Φαίνεται ότι σύγχρονες επιστημονικές μέθοδοι κριτικής εξέτασης του Κορανίου δεν καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Πρόκειται για αμείλικτα ιστορικό κείμενο, με πανθομολογούμενη λογοτεχνική και ιστορική αξία.
Το παραδοσιακό Ισλάμ δεν υπήρξε άμοιρο ρεβιζιονιστικών τάσεων, στο παρελθόν και στο παρόν, μάλλον και στο μέλλον. Για παράδειγμα, ο γνωστός νομομαθής ισλαμιστής Αλ-Σάφι (πέθανε το 820), ισχυρίστηκε ότι όταν ο Θεός μίλησε στον Προφήτη για τα «καλά» και «κακά» φαγητά (Κοράνι, 7:157) πρέπει να εννοούσε τις διατροφικές συνήθειες των Αράβων της εποχής και έτσι πρέπει να τις ερμηνεύσουμε. Το παραδοσιακό Ισλάμ όμως δεν έκανε ποτέ το βήμα της αποδοχής του ιερού του κειμένου σαν έκφραση της εποχής που δημιουργήθηκε. Και δεν φαίνεται να το κάνει ούτε στο προβλεπόμενο μέλλον.
Η αντίδραση του Ισλάμ στο παγκόσμιο κίνημα κοσμικότητας και τεχνολογίας φαίνεται να είναι μάλλον η ενίσχυση της θρησκευτικής ακαμψίας παρά η ελαστικότητα της προσαρμογής. Ίσως να οφείλεται στην αύξηση της δύναμης του φονταμενταλισμού στα Ισλαμικά κράτη. Ίσως να οφείλεται στην αδυναμία του να αντιληφθεί την πραγματικότητα. Για πόσο θα διατηρήσει τη δύναμή του ο φονταμενταλισμός στο Ισλάμ, είναι δύσκολο να προβλέψουμε. Το Ιράν είναι η χώρα που πρέπει να παρακολουθούμε. Στο μεταξύ, ας δούμε τα γεγονότα που διέπουν το Ισλάμ, τους νόμους και τη σημασία τους.

Κεφάλαιο Δεύτερο
Κεφάλαιο Τρίτο
‘Η Παράδοση’, Χαντίθ
…Και να μην αφοσιωθείτε αποκλειστικά σε μια πίστη, έτσι ώστε να μην πιστεύετε σε καμιά άλλη. Αλλιώς θα χάσετε το καλό. Όχι μόνο: δεν θα μπορέσετε να αναγνωρίσετε την πραγματική αλήθεια. Ο Θεός, ο πανταχού παρών, παντογνώστης και πανίσχυρος, δεν περιορίζεται από μια πίστη …
R.A. Nicholson, ‘Eastern Poetry and Prose’[25]
Οι Χαντίθ, που συχνά μεταφράζονται σαν «παραδόσεις», είναι στην πραγματικότητα ιστορήσεις από όσα είπε και όσα φέρεται να έκανε ο Προφήτης στη διάρκεια της ζωής του. Αρχικά μεταδόθηκαν διά ζώσης και αργότερα καταγράφηκαν και πέρασαν στις επόμενες γενιές Μουσουλμάνων. Η βιογραφία του Προφήτη, που αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, πέρασε από την ίδια διαδικασία. Συχνά οι βιογράφοι και συλλέκτες των συνηθειών του Προφήτη μας δίνουν αμφιλεγόμενες ή και αντιφατικές πληροφορίες. Με τον καιρό, οι ιστορήσεις αυτές απέκτησαν ιδιότητα θρησκευτικού δόγματος, αλλά πρώτα χρειάστηκε να περάσουν τη διαδικασία της αξιοπιστίας των πηγών.
Οι συλλέκτες των Χαντίθ, ήξεραν από τα πρώτα κιόλας χρόνια, ότι η ιστορίες που κυκλοφορούσαν για τον Προφήτη, συχνά υποκινούμενες από αντίπαλα στρατόπεδα στη διαμάχη τους για επικράτηση μετά το θάνατο του Μωάμεθ, δεν επαληθεύονται πάντα. Υπάρχει μια Χαντίθ, άγνωστο αν είναι αλήθεια, σύμφωνα με την οποία ο Προφήτης φαίνεται να έχει πει: «όποιος λέει ψέματα για εμένα θα πρέπει να βρει μια θέση στην κόλαση». Όσοι, στο πέρασμα των αιώνων, μετέδωσαν τις Χαντίθ, έχοντας συναίσθηση του γεγονότος, κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να διασφαλίσουν την αυθεντικότητά τους, αλλά και τι δική τους αξιοπιστία. Αναπτύχθηκε ένα ειδικό σώμα «ανθρώπων της επιστήμης» που δοκίμαζε και ενέκρινε ή απέρριπτε τις Χαντίθ. Οι άνθρωποι αυτοί, των οποίων οι ικανότητες τόσο στην ιστορική έρευνα, όσο και στην θρησκευτική πίστη ήταν αποδεδειγμένες, θεωρήθηκαν κατάλληλοι να διυλίσουν τις παραδόσεις για τα όσα είπε και όσα έκανε ο Προφήτης. Όσα από αυτά έγιναν επίσημα δεκτά σαν Χαντίθ, χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες: Τα σαχίχ (σίγουρα), χασάν (καλά) και νταίφ (αδύναμα). Επικράτησαν έξι συλλογές Χαντίθ, δυο από τις οποίες θεωρούνται ‘σίγουρες’: η συλλογή του Αλ-Μπουχάρι (πέθανε το 870) και του Μουσλίμ Ιμπν Αλ-Χατζάζ (π. 875). Η σημασία τους είναι αμέσως μετά το Κοράνι.
Παρά τις προσπάθειες των σοφών, ο όγκος των Χαντίθ αυξανόταν συνεχώς για πολλούς αιώνες μετά το θάνατο του Προφήτη. Υπήρξαν πολλοί, Μουσουλμάνοι και μη, σύγχρονοι αμφισβητίες της μεθοδολογίας συλλογής και αξιολόγησης των Χαντίθ, ιδιαίτερα της μεγάλης χρονικής περιόδου που μεσολάβησε μέχρι την καταγραφή τους. Ο σημαντικότερος από αυτούς, ο Ινδός Σαγίντ Αχμέτ Καν (π. 1898) και ο μαθητής του Τσιράκ Αλή (π. 1898)[26] κατέληξαν ότι οι Χαντίθ είναι «κατά το πλείστον, μια ατέλειωτη θάλασσα χαοτικών παραδόσεων, πολλές από τις οποίες είναι μείγμα αλήθειας και λάθους, μύθου και πραγματικότητας, πλεγμένα μαζί, με τρόπο που δεν αναγνωρίζεται πια η αλήθεια». Στη Δύση, ερευνητές της Ισλαμικής παράδοσης πήραν παρόμοιες θέσεις. Ο Ignaz Goldziher[27] παρατηρεί ότι «οι συλλέκτες των Χαντίθ είχαν την τάση να αναδεικνύουν σε γεγονότα, μύθους και ιστορίες από τη ζωή του Προφήτη που δεν υπάρχουν στις επίσημες βιογραφίες του». Ο Joseph Schacht[28] λέει: «οι συλλέκτες των Χαντίθ δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για την επαλήθευση των Χαντίθ από τα νομικά αρχεία της εποχής στην οποία αναφέρονται, γεγονός που θα τις καθιστούσε αδιαφιλονίκητα ισχύουσες». Και η μεγάλη σύγχρονη ερευνήτρια και θρησκειολόγος Karen Armstrong, παρατηρεί: «Ορισμένοι, ιδιαίτερα οι Σιίτες, θεωρούν τις Χαντίθ ιερές, μόνο γιατί πιστεύουν ότι οι Ιμάμηδες που τις συνέλλεξαν ήταν μετενσάρκωση του Θείου»[29].
Πράγματι, στη σημερινή εποχή, οι συντηρητικοί Μουσουλμάνοι, ιδιαίτερα οι Σιίτες (για τους οποίους θα μιλήσουμε αργότερα) αγνοούν όλες τις κριτικές σαν «επιθέσεις των Δυτικών κατά του Ισλάμ και του πολιτισμού του» και συνεχίζουν να θεωρούν όλες τις Χαντίθ απαραίτητα μέρη της Μουσουλμανικής πίστης. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι παλαιότερες γενεές πιστών Μουσουλμάνων, και Σιιτών, ήταν πολύ πιο δύσπιστες στις Χαντίθ, από ότι είναι σήμερα μερικοί από τους απογόνους τους[30].
Ας δούμε μερικές από τις πιο σημαντικές Χαντίθ για να αντιληφθούμε τη σημασία τους στο Ισλάμ. Μια από τις παλαιότερες Χαντίθ είναι αυτή κατά την οποία ο Θεός είπε στον Μωάμεθ: «Ήμουν κρυφός θησαυρός, έφτιαξα λοιπόν τον κόσμο για να με γνωρίσουν και να φανερωθώ»[31]. Η σημασία της φράσης αυτής για τους Μουσουλμάνους είναι κεφαλαιώδης, αφού δίνει την ευκαιρία στους πιστούς να «ρίξουν μια ματιά» στην άποψη του Θείου, όπως αυτό θέλει να παρουσιάζεται προς τον κόσμο. Επίσης δίνει μια συγκεκριμένη και οριστική απάντηση στην κοσμογονική αναζήτηση της σύγχρονης επιστήμης: Υπάρχει το Σύμπαν, με την ομορφιά και τη συμμετρία του, χωρίς την ύπαρξη αναπτυγμένης, έλλογης ζωής για το καταλάβει (ανθρωποκεντρική άποψη); Η απάντηση του Ισλάμ στο κρίσιμο αυτό ερώτημα είναι σαφής, και έρχεται από μια Χαντίθ: Ναι, υπάρχει, αλλά για να γίνει αντιληπτό πρέπει, το ίδιο το Σύμπαν, να δημιουργήσει τη ζωή, να την διατηρήσει για πολλά εκατομμύρια χρόνια (δισεκατομμύρια πιθανόν) έτσι ώστε να προλάβουν να αναπτυχθούν έλλογοι οργανισμοί που θα μπορέσουν – έστω και περιορισμένα – να το καταλάβουν. Η φράση αυτή, επίσης υπονοεί ότι ο Θεός δεν έφτιαξε «τον άνθρωπο», αλλά τον «κόσμο» και ό,τι υπάρχει σε αυτόν. Πιθανόν και πολλούς κόσμους, γιατί όχι «ένα δισεκατομμύριο παράλληλα σύμπαντα»; Από την ίδια φράση συνάγεται ότι ο Θεός είναι προφανώς εκτός του δημιουργήματός του, άρα και εκτός του χρόνου, τον οποίον ελέγχει, γνωρίζει και χρησιμοποιεί. Άρα όχι απλά, ο ίδιος ο Θεός, επιστρέφει στο μέλλον και προχωράει στο παρελθόν, αλλά και οι έννοιες αυτές υπάρχουν και είναι προς έρευνα. Με τη Χαντίθ αυτή, επίσης δίνεται απάντηση στην πεσιμιστική δυτική αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να εξαφανιστεί: δεν πρόκειται για εξαφάνιση, μετεξέλιξη ίσως, αφού χωρίς τον άνθρωπο ο Θεός δεν μπορεί «να φανερωθεί» και – προφανώς – κάτι τέτοιο επιθυμεί[32]. Τελικά, εξηγείται επίσης το γεγονός ότι, ενώ στο λεγόμενο «Δυτικό Πολιτισμό» οι επιστήμονες είναι κατά κανόνα άθεοι ή αγνωστικιστές (αφού δύσκολα συνταυτίζονται τα ευρήματα της επιστήμης με τα θρησκευτικά τους δόγματα), για τους Μουσουλμάνους επιστήμονες κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο, ή ανύπαρκτο: Η επιστημονική έρευνα και γνώση είναι ουσιαστικά ο προορισμός του ανθρώπου και οι επιστημονικές ανακαλύψεις δεν αντιτίθενται με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, αφού μάλλον οι δεύτερες πρέπει να προσαρμόζονται στις πρώτες, και όχι το αντίθετο![33]
Οι Χαντίθ που έχουν συλλεχθεί από τη ζωή και το έργο του Προφήτη, ενώ βέβαια αφορούν στην καθημερινή ζωή Του, δεν περιορίζονται σε αυτή, αλλά συχνά προσλαμβάνουν ευρύτερες μεταφυσικές, κοσμολογικές και θεολογικές διαστάσεις. Ένα παράδειγμα μιας ακόμα από τις πρώτες Χαντίθ είναι αυτή που ο Προφήτης είπε για τους υπηρέτες του και του πιστούς (υπηρέτες) του Θεού [34]:
Οι υπηρέτες μου έρχονται πιο κοντά μου εκτελώντας τα καθήκοντα που έχω ορίσει για καθέναν από αυτούς. Και οι υπηρέτες μου συνεχίζουν σταδιακά να έρχονται πιο κοντά μου και τους αγαπώ, αλλά και αυτοί με αγαπούν στο τέλος, αφού γίνομαι το αφτί με το οποίο ακούν και το μάτι με το οποίο βλέπουν τον κόσμο, τα χέρια που πιάνουν και τα πόδια που πατούν
Εδώ είναι φανερό ότι ο υπερβατικός Θεός είναι πανταχού παρών και εδώ κάτω, σε μας, (όπως και στις άλλες δυο μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό), αλλά, (σε αντίθεση με αυτές) οι ‘υπηρέτες’ του Θεού δεν είναι απαραίτητο από την αρχή να γνωρίζουν και να αγαπούν την ‘υπηρεσία’ τους. Αυτός θα τους δείξει τί πρέπει να κάνουν και αυτοί θα τον αγαπήσουν και θα τον καταλάβουν με τον καιρό. Βάσει της παραπάνω Χαντίθ εξηγείται το γεγονός ότι το Ισλάμ δεν έκανε ποτέ κατηχητικούς ή δογματικούς προσηλυτισμούς. Για να ασπασθούν οι άπιστοι το Ισλάμ, δεν χρειάζεται να τους γίνει κατήχηση και να εντρυφήσουν στα δόγματά του. Αρκεί να δεχτούν την ύπαρξη Του (αποδεχόμενοι τη φράση ‘Ένας είναι ο Θεός και Προφήτης Αυτού ο Μωάμεθ’). Από εκεί και πέρα η Θεία Πρόνοια θα αναλάβει τα περαιτέρω. Γι’ αυτό και το Ισλάμ είναι η πιο φιλελεύθερη από τις μονοθεϊστικές θρησκείες: ούτε κλήρος, ούτε ιερείς, ούτε εκκλησία, ούτε δόγματα. Ο κάθε πιστός (υπηρέτης) του Θεού είναι μόνος του, αποκλειστικά υπεύθυνος ο ίδιος, ενώπιόν Του[35].
Η σημασία των Χαντίθ στο Ισλάμ είναι προφανώς μεγάλη. Σημαντικοί Ισλαμιστές των πρώτων αιώνων θεώρησαν ότι αυτές συμπληρώνουν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, επεξηγούν το Κοράνι. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ασάφειες στο Κοράνι, είναι αυτή που αφορά στη λογική ανάλυση ή την αποκαλυπτική αποδοχή του. Πώς δηλαδή πρέπει να το μελετά ο πιστός: με τη λογική του ή με την πίστη του; Το ίδιο το Κοράνι συνεχώς και αδιαλείπτως τονίζει τη σημασία της διανοητικής αντίληψης των εννοιών του. Οι σοφοί του Ισλάμ όμως δεν συμφωνούν πάντα με αυτό. Για πολλούς η προσπάθεια λογικής ερμηνείας του Κορανίου είναι αδύνατη αλλά και ανίερη. Για άλλους είναι ο μόνος τρόπος ερμηνείας του. Ο συμβιβασμός ανάμεσα στις δυο αυτές απόψεις οφείλεται σε μια Χαντίθ, όπως την αναφέρει ο Αμπού Αλ-Χασάν ιμπν Ισμαήλ Αλ-Ασάρι (878-941). Ο Αλ-Ασάρι λέει ότι ο Προφήτης είπε στους οπαδούς του το εξής: «Δεν σας είπα να εγκαταλείψετε τους λογικούς ισχυρισμούς, αλλά να πιστεύετε την αλήθεια του Θεού»[36].