Ισλάμ: Μύθος και Ιστορία
Το Ισλάμ και ο Ελληνισμός
Από τον Σελίμ Σπύρο Στανίτσα
Περιεχόμενα
Η Περίοδος της Άγνοιας
Ο Προφήτης
Σιρά – Η Βιογραφία
Το Μήνυμα του Κορανίου
Η Διάδοση του Κορανίου
Επεξηγήσεις του Κορανίου
Το Κοράνι και η Επιστήμη
Η Ανοχή στην Πίστη των Άλλων
Ισότητα Ανδρών και Γυναικών
Το Ισλάμ και οι Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία
Οι Ρίζες του Ισλαμικού Νόμου
Το Κοράνι
Η Σούννα
Ιζμά
Κιγιά
Τζιχάντ: Ο Αγώνας για την Αλήθεια
Νομικές σχολές στο Ισλάμ
Η Σημασία της Σαρί’α
Οι Δικαστικές Αρχές στη Σαρία

Εισαγωγή

Θρησκεία είναι η ικανότητά μας να σκεφτόμαστε αυτό που δεν υπάρχει

Jean-Paul Sartre[1]

Ισλάμ και Ισλαμισμός

Ανοίγοντας μια εφημερίδα ή την τηλεόραση ακούμε κάτι για το Ισλάμ. Ιστορίες που συχνά συνοδεύονται από εικόνες βίας. Στο Ιράκ, στο Κασμίρ, στην Αλγερία, στην Αίγυπτο,

στην Παλαιστίνη, στο Πακιστάν, στην Ινδία, αλλά και στη Δύση, ακόμα και στη συντηρητικά ανεκτική Δανία, αυτά που ακούμε από τα ΜΜΕ για το Ισλάμ και τους οπαδούς του είναι ότι πρόκειται για μια σκληρή, ασυμβίβαστη ιδεολογία, με την επίφαση της πίστης στο Θεό, της οποίας οι οπαδοί είναι έτοιμοι να καταφύγουν στη βία για να υπερασπιστούν τις αρχές τους ή ακόμα και για να επιβάλλουν τη θέλησή τους σε άλλους. Για όσους όμως είναι πιο κοντά στους Μουσουλμάνους και στις παραδόσεις τους, αυτή η εικόνα του «μαχόμενου Ισλάμ» δεν είναι παρά ένας μύθος, έντεχνα ή αφελώς διατηρημένος και τροφοδοτούμενος από επιτήδειους και μη, με σκοπό να στιγματίσουν τους πιστούς του – που σύμφωνα με όλα τα δεδομένα, αποτελούν τουλάχιστον το ένα πέμπτο του πληθυσμού της γης.

Όχι βέβαια πως στο Ισλάμ δεν υπάρχουν εξτρεμιστές και παράφρονες. Αυτοί δυστυχώς φύονται παντού και πάντα. Αλλά, στατιστικά τουλάχιστον, οι παράφρονες της πίστης, οι φονταμενταλιστές, οι «ξαναγεννημένοι» οραματιστές πρέπει να αναζητηθούν – ποσοστιαία τουλάχιστον – περισσότερο στο Χριστιανισμό της Διαμαρτυρίας ή τον Ιουδαϊσμό των Σιωνιστών ή στον Ινδουισμό της ακρότητας, παρά στο Ισλάμ. Ακόμα και η πιο συντηρητική άποψη του Ισλάμ, η Σίι’α – μικρό ποσοστό των Μουσουλμάνων του πλανήτη – αποκρούει κάθε έννοια βίας. Η ίδια η λέξη ‘Ισλάμ’ σημαίνει στα Αραβικά «εθελούσια παράδοση» και ετυμολογικά συνδέεται με την λέξη ‘σαλάαμ’ που σημαίνει ειρήνη. Ο παγκόσμιος χαιρετισμός των Μουσουλμάνων είναι η φράση ‘σαλάαμ αλέικουμ’ που σημαίνει «να έχεις ειρήνη»

Στα μάτια πολλών Μουσουλμάνων, η παραμόρφωση της εικόνας της πίστης τους είναι δουλειά των δυτικών ΜΜΕ. Η άποψη αυτή δεν είναι τυχαία. Τα νόμιμα δικαιώματα των σιωπηλών μειονοτήτων – ενίοτε και των καταφανώς αδικούμενων πλειονοτήτων – συχνά παραμερίζονται στις ‘δυτικές δημοκρατίες’ χάριν μιας αμφίβολης αν όχι κακόβουλης σκοπιμότητας, είτε αυτή φοράει τον ομιχλώδη μανδύα κάποιας ‘εθνικής ασφάλειας’, είτε την πιο χοντρή πατατούκα των οικονομικών μεγιστάνων, των δήθεν ολυμπιακών τουρκομπαρόκ πανηγυριών. Έτσι όλοι είναι ευχαριστημένοι, και τα ΜΜΕ, κάνοντας τη δουλειά τους, ανατροφοδοτούν τη διαδικασία της πολιτικής σκοπιμότητας, βοηθούμενα – ένθεν κακείθεν – από τους γνωστούς και μη εξαιρετέους ‘σοφούς’ της σύγκρουσης: Πρόσφατα, ο γνωστός και με σημαντική επιρροή καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Harvard, και γνωστός εκπρόσωπος του Προτεσταντικού φονταμενταλισμού, ο Samuel Huntington, προέβλεψε «σύγκρουση πολιτισμών» ανάμεσα στο «Ισλάμ και τη Δύση».Οι απόψεις του, χωρίς καμιά απολύτως τεκμηρίωση, έκαναν το γύρο του κόσμου και απετέλεσαν βάση για δημιουργία πολιτικής – αν δεν προκλήθηκαν από αυτή. Αλλά και στον Ισλαμικό κόσμο, οι δηλώσεις Huntington πήραν ευρεία δημοσιότητα. Και το χειρότερο: προκάλεσαν ανάλογες αντιδράσεις στο Μουσουλμανικό κόσμο με αναφορές στις σταυροφορίες, ιερούς πολέμους και άλλα τέτοια

Μια ακόμα, πολύ πρόσφατη παραμόρφωση της αλήθειας, είναι η αναταραχή που δημιούργησαν τα λεγόμενα «σκίτσα του Προφήτη» που δημοσίευσαν κάποιες Ευρωπαϊκές εφημερίδες και έδωσαν αφορμή για ανάλογες εκδηλώσεις ηλιθιότητας σε πολλές Μουσουλμανικές κοινωνίες. Το μόνο που έμεινε έξω από το πανηγύρι ήταν η αλήθεια: κανείς δεν αναφέρθηκε στο γεγονός ότι οι εφημερίδες που δημοσίευσαν αυτά τα σκίτσα ήταν «εγνωσμένης πολιτικής τοποθέτησης» και η ιστορία τους «εγγυάται» για την προσήλωσή τους στις αρχές της ελευθεροτυπίας. Όπως κανείς δεν αναφέρεται στο γεγονός ότι στη Μουσουλμανική θρησκεία απαγορεύεται ρητά κάθε απεικόνιση του Προφήτη. Για φανταστείτε τί θα συμβεί αν κάποιος καλοθελητής αποφασίσει να διακωμωδήσει την Ακρόπολη ή να παραστήσει τον Πλάτωνα σαν παιδεραστή! Εδώ, τις σεξουαλικές προτιμήσεις του Μεγαλέξανδρου τόλμησαν να αμφισβητήσουν και οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν απ’ άκρου σ’ άκρο της επικράτειας, και όχι μόνο. Αλλά, δυστυχώς ο ελληνισμός φαίνεται να έχει φάει τα ψωμιά του και η αναμέτρηση με τους Έλληνες δεν εξυπηρετεί κανένα «σοβαρό» σκοπό – τουλάχιστον έτσι φαίνεται να νομίζουν. Με το Ισλάμ όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά: εμείς, νομίζω θα παραμείνουμε στην ερμηνεία του Άγγλου εργατικού παρατηρητή Fred Halliday που θεωρεί ότι «ο μύθος της αναμέτρησης συντηρείται από δυο αντιμαχόμενες πλευρές – το ένα στρατόπεδο, κυρίως στη Δύση, επιδιώκει να μετατρέψει τους Μουσουλμάνους σε έναν νέο εχθρό και το άλλο, κυρίως στις Ισλαμικές χώρες, που ανακηρύσσει τον μη-Μουσουλμανικό κόσμο, ιδιαίτερα τους δυτικούς, στον απόλυτο εχθρό της θρησκείας του». Θα προσθέσω μόνο έναν καταλύτη που θα μπορούσε κάλλιστα να τροφοδοτήσει την έκρηξη: τους ηλίθιους πολιτικούς «σωτήρες» που θεωρούν εαυτόν θεόσταλτο Μεσσία, ή Μαχντί, επί το Μουσουλμανικότερο…

Το να ορίσει κανείς το Ισλάμ είναι κάθε άλλο παρά απλό θέμα. Σύμφωνα με τα Δυτικά πρότυπα, που είναι εντελώς αδύναμα στον Μουσουλμανικό πολιτισμό, θα μπορούσε κανείς να αρχίσει λέγοντας ότι το Ισλάμ είναι ταυτόχρονα πίστη και πολιτική ιδεολογία. Είναι επίσης, εν μέρει, σημείο ατομικής και ομαδικής ταυτότητας. Οι τρεις αυτοί ορισμοί ούτε περικλείουν ούτε αποκλείουν αλλήλους.

Στόχος του ταπεινού αυτού βιβλίου δεν είναι βέβαια να φωτίσει ένα τόσο πολύπλοκο, και ίσως από πολλές πλευρές επικίνδυνο, θέμα. Ούτε φιλοδοξούμε να εξηγήσουμε τα ανεξήγητα και εν πολλοίς κοινά μυστικά. Θέλουμε απλά να δώσουμε στους Έλληνες αναγνώστες μας μια βάση πληροφοριών για τον Ισλαμικό πολιτισμό, την Μουσουλμανική θρησκεία και το ρόλο που έπαιξαν στην ιστορία μας και που ίσως παίξουν στο μέλλον. Αυτό θα μας βοηθήσει να αντιληφθούμε την πραγματικότητα και να διαδραματίσουμε σαν λαός και σαν έθνος τον ρόλο που μας έταξε η ιστορία και η θέση μας στον κόσμο.

Οι Έλληνες έχουμε πολλούς λόγους να γνωρίζουμε καλύτερα το Ισλάμ. Ο τελευταίος από αυτούς είναι εθνικός. Είμαστε ο μόνος, προς το παρόν ίσως, ευρωπαϊκός λαός με γηγενή Μουσουλμανική μειονότητα. Η μοναδική μη Ισλαμική χώρα που έχει Μουφτή (και μάλιστα δυο, για να επιβεβαιώσουμε την γνωστή Ελληνική υπερβολή). Κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει τον ακριβή αριθμό των Μουσουλμάνων, γηγενών και αλλοδαπών, που ζουν σήμερα στην Ελλάδα. Ίσως πλησιάζουν το ένα εκατομμύριο. Αν είναι έτσι, μιλάμε για το 10% του πληθυσμού. Για να ζήσουμε μαζί τους πρέπει να τους καταλάβουμε. Όσο για τους Έλληνες Μουσουλμάνους στη Θράκη, αυτούς τους έχουμε ξεγράψει από κάθε «εθνική προσπάθεια». Δεν τους αναγνωρίζουμε το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, προσκολλημένοι αλύπητα – φευ – στα δεδομένα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (την οποία κατά τα άλλα αποκηρύσσουμε μετά βδελυγμίας, και η οποία ως γνωστόν δεν αναγνώριζε εθνότητες αλλά μόνο θρησκείες). Καιρός να αντιληφθούμε ότι Έλληνες δεν είναι μόνο όσοι στη ταυτότητά τους (παλαιάς κοπής) αναγράφεται το περιβόητο ΧΟ (που δεν έχει σχέση με τον Χο Τσι Μινχ) αλλά όλοι όσοι μετέχουν της γνωστής Ισοκράτειας ρήσης. Γιατί οι Έλληνες και ο Ελληνισμός δεν περιορίζονται στο θλιβερό κρατίδιο της νότιας Βαλκανικής ούτε στη κρατική (και κρατικοδίαιτη) θρησκεία του. Τον δέκατο τρίτο αιώνα, στην Ιωνία ζούσαν περίπου τρία εκατομμύρια Ρωμιοί. Χώρια το πόσοι ζούσαν στον Πόντο, στη Συρία, στη Βακτριανή, στην Αίγυπτο… Πού είναι όλοι αυτοί; Είναι εκεί που είναι, και είναι Έλληνες, Μουσουλμάνοι οι περισσότεροι. Καιρός να τους αναζητήσουμε.

Μια άλλη, πιο σημαντική ίσως αιτία να μάθουμε κάποια πράγματα για το Ισλάμ είναι ότι είμαστε τόσο κοντά του. Και όχι μόνο φυσικά. Πολιτιστικά, αισθητικά, ανθρώπινα, αλλά και θρησκευτικά. Στο θέμα θα επανέλθουμε αργότερα με περισσότερες λεπτομέρειες, αλλά προς το παρόν ας θυμηθούμε ότι όταν οι Έλληνες των Ελληνιστικών χρόνων διαχύθηκαν στην Ανατολή μεταφέροντας τον πολιτισμό τους, είχαν συγκεκριμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για την επιμόρφωση των κόσμων που συνάντησαν και μετέδωσαν την Ελληνική γλώσσα και τον Ελληνικό πολιτισμό. Στο πρόγραμμα αυτό δεν περιλαμβανόταν η θρησκεία. Οι ίδιοι παραδόθηκαν, σχεδόν αμαχητί, στις νέες θρησκείες.

Τέλος, ο σημαντικότερος λόγος που πρέπει να μάθουμε για το Ισλάμ είναι ότι σ’ αυτό οφείλουμε την μετάδοση της γνώσης των αρχαίων Ελλήνων στη Δύση. Μετά το κλείσιμο της φιλοσοφικής σχολής των Αθηνών από τον Ιουστινιανό το 529, το τελευταίο οχυρό της ειδωλολατρικής διανόησης πέρασε στην ιστορία και μαζί η Ελληνική φιλοσοφία νικήθηκε ολοκληρωτικά και πέρασε κυριολεκτικά στην παρανομία: ο τελευταίος μεγάλος της δάσκαλος, ο Πρόκλος (412-485), πιστός μαθητής του Πλοτίνου, φυλακίστηκε βάναυσα. Και για να τελειώνουμε με όλα τα Ελληνικά πράγματα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, τέσσερα χρόνια αργότερα παρουσιάστηκαν τέσσερα μυστικιστικά δοκίμια, υποτίθεται γραμμένα από τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον πρώτο εκχριστιανισθέντα από τον Απόστολο Παύλο Αθηναίο. Στην πραγματικότητα είχαν γραφεί από κάποιον ανώνυμο Έλληνα Χριστιανό του έκτου αιώνα που ήθελε να διατηρήσει την ανωνυμία του. Το ψευδώνυμο είχε τη συμβολική του σημασία που ήταν σημαντικότερη από την ταυτότητα του συγγραφέα: ο ψευδο-Διονύσιος κατάφερε να βαφτίσει τον παρακμάζοντα Νεοπλατωνισμό και πάντρεψε το Θεό των Ελλήνων με τον Σημιτικό Θεό της Bίβλου![2]

Μέχρι τον 12ο αιώνα η Δύση έμεινε αποκομμένη από την Ελληνική σκέψη. Στην Κόρντομπα της Αραβικής Ανδαλουσίας, ένας νέος ευγενής πρίγκιπας , ευσεβής Μουσουλμάνος, έγινε ο πρώτος που μετάφρασε στα λατινικά – από τα Αραβικά που τον είχαν μεταφράσει πεντακόσια χρόνια πριν, Νεστοριανοί αιρετικοί μοναχοί - τον Αριστοτέλη και εντυπωσίασε τους συγχρόνους του θεολόγους και σοφούς του Μεσαιωνικού Χριστιανισμού. Το έργο του μεταφράστηκε και στα Εβραϊκά. Τα σχόλιά του για τον Αριστοτέλη είχαν τεράστια απήχηση σε διαπρεπείς σοφούς και θεολόγους, όπως ο Μαιμονίδης, ο Άγιος Θωμάς Ακινάτος[3] και ο Αλβέρτος ο Μέγας. Δοξάστηκε, τιμήθηκε και θεωρήθηκε – από άνδρες όχι μικρότερους του Ernest Renan – ελεύθερο πνεύμα και πρωτοπόρος του ορθολογισμού. Πρόκειται για τον Αμπού Αλ-Ουαλίντ Ιμπν Αχμάντ Ιμπν Ρουσντ (1126-1198), τον γνωστό στη Δύση Αβερόη. Τον δωδέκατο αιώνα, Ευρωπαίοι στοχαστές κατέκλυαν την Ισπανία για να πάρουν μια πρώτη γεύση της φιλοσοφίας του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και άλλων Ελλήνων φιλοσόφων που είχαν πρόσφατα μεταφράσει στα λατινικά Μουσουλμάνοι λόγιοι. Μια τεράστια δουλειά. Τα μεταφρασμένα Ελληνικά κείμενα έγιναν για πρώτη φορά γνωστά στη Βόρεια Ευρώπη. Οι μεταφραστές δούλεψαν και πιο πρόσφατα κείμενα Μουσουλμανικής σοφίας με ανακαλύψεις Αράβων επιστημόνων και ιατρών. Τί ειρωνεία! Τον ίδιο καιρό που Ευρωπαίοι Χριστιανοί, οι ιππότες και οι άνθρωποι του πάπα, ήταν απασχολημένοι καταστρέφοντας το Ισλάμ στη Μέση Ανατολή (και στην μισητή τους αιρετική Κωνσταντινούπολη), οι Μουσουλμάνοι της Ισπανίας βοηθούσαν τη Δύση να χτίσει τον πολιτισμό της!

Η Summa Theologiae του Θωμά Ακινάτου ήταν μια προσπάθεια ενοποίησης της «νέας» Ελληνικής φιλοσοφίας με την χριστιανική παράδοση της Δύσης. Ο Ακινάτος εντυπωσιάστηκε ιδιαίτερα από τον Ιμπν Ρουσντ και τα σχόλιά του για τον Αριστοτέλη. Ο Αβερόης δεν ήταν ο μόνος της σχολής του. Όπως λέει ο σπουδαίος Ελληνό-Ρουμάνος-Αμερικανός θεολόγος φιλόσοφος Μιρκέα Ηλιάδης[4], πολλά από τα αρχαία Ελληνικά έπη, οι μύθοι και τα κείμενα των Ελλήνων πέρασαν στη Δυτική θρησκεία και κατ’ επέκταση στον δυτικό πολιτισμό, τον δωδέκατο αιώνα με τη δουλειά των Αράβων της Ανδαλουσίας, γιατί ο Θεός, στη βαθύτερη έννοια της λέξης, είναι προϊόν της φαντασίας μας και η φαντασία μας είναι η κυριότερη θρησκευτική μας ικανότητα. Η φαντασία λοιπόν των Ευρωπαίων στοχαστών του 12ου αιώνα, διευρυμένη από την αρχαία Ελληνική φιλοσοφική σκέψη, με καταλύτη το Ισλάμ της Ανδαλουσίας, είναι η σπίθα που έφτασε στην Αναγέννηση και τον Διαφωτισμό. Και μετά σου λέει «Ανήκωμεν εις την Δύσην». Έ! Όχι. Ανήκωμεν εις την Ανατολή αλλά μας ανήκει η Δύση!

Πίσω στα Περιεχόμενα

Συνέχεια στο Πρώτο Κεφάλαιο

Κεφάλαιο Πρώτο

Ισλάμ και Σύγχρονος Κόσμος

…ή μη νόησις εστίν αλλά δύναμις, εύλογον επίπονον είναι το

συνεχές αυτώ της νοήσεως…

Υπάρχουν πράγματα που είναι καλύτερα να μη τα ξέρουμε…

Αριστοτέλης[5]

Στον κόσμο αυτό, οι πραγματικοί πιστοί χρειάζεται συχνά να συμβιώνουν με σκεπτικιστές και υλιστές. Από τον Ατζίτα Κεσακαμπαλίν, που στην αρχαία Ινδία είχε το θράσος να αμφισβητήσει την μετενσάρκωση, μέχρι τον Ιάπωνα στοχαστή Γιαμαγκάτα Μπαντό

(πέθανε το 1821), που ισχυρίστηκε ότι «σ’ αυτό τον κόσμο δεν υπάρχουν θεοί, Βούδες και

φαντάσματα, ούτε παράξενα ή θαυμαστά πράγματα», το ίδιο το ιερό βιβλίο του Ισλάμ, το Κοράνι περιγράφει ανθρώπους που ισχυρίζονται τα εξής:

Δεν έχουμε παρά μόνο τη ζωή μας αυτή σ’ αυτό τον κόσμο. Θα πεθάνουμε και τώρα ζούμε, και μόνο ο Χρόνος μπορεί να μας καταστρέψει (Κοράνι, 45:24)

Ο χρόνος στα Αραβικά λέγεται ‘νταχρ’, συνεπώς οι άνθρωποι αυτοί ονομάστηκαν νταχρί. Εμείς τους είπαμε υλιστές και προφανώς συνυπάρχουν με τους πιστούς παντού και π

άντα. Όσο για τους σκεπτικιστές, τον ένατο αιώνα ο Ιμπν Ραουάντι έλεγε ότι: «Το Κοράνι δεν είναι λόγος κάποιου με σοφία, και περιέχει αντιφάσεις, λάθη και παραλογισμούς». Το Ισλάμ είχε τουλάχιστον το ποσοστό του και από τους δύο. Στον παραδοσιακό όμως Ισλαμικό κόσμο, όπως και σε άλλες μονοθεϊστικές κοινότητες της εποχής, οι σκεπτικιστές και οι υλιστές παρέμεναν διακριτικά αόρατοι. Η θέση τους ήταν στο ντουλάπι.

Ο σύγχρονος κόσμος είναι εντελώς διαφορετικός. Τέτοιου είδους άνθρωποι, όχι μόνο βγήκαν από το ντουλάπι, αλλά κατά κάποιο τρόπο πήραν τα ηνία. Αν κατατάξουμε τους ανθρώπους σε μια γραμμή με δυο άκρα, στο ένα οι ακραιφνείς πιστοί, στο άλλο οι εντελώς άπιστοι, η μεγάλοι μάζα του πληθυσμού σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε Δύση, τοποθετείται μάλλον κάπου στη μέση. Η αιχμή του πολιτιστικού δόρατος όμως βρίσκεται πιο κοντά στην α-πιστία. Το αποτέλεσμα είναι ένα κλίμα που, παρά τη γνήσια ανοχή και τον αβίαστο σεβασμό των πεποιθήσεων, δεν είναι και πολύ φιλόξενο για τους πραγματικούς πιστούς. Η σιγουριά τους μεταφράζεται σε διανοητική απλοϊκότητα, ο ζήλος τους θεωρείται λανθάνων φασισμός.

Ένας από τους λόγους αυτής της κατάστασης είναι η μοναδική θέση της επιστήμης στη ζωή μας. Η θέση αυτή έχει κατά καιρούς αμφισβητηθεί και, στις πρόσφατες δεκαετίες, με εμφανή επιτυχία. Αν, για οποιονδήποτε λόγο, η επιστημονική πρόοδος σταματούσε, το επίπεδο της θρησκευτικότητας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες θα ανέβαινε δραματικά και ο εικοστός αιώνας θα έμοιαζε σαν μεταβατική περίοδος απιστίας. Αλλά, μέχρι τα πρώτα χρόνια του εικοστού-πρώτου αιώνα, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ακόμα. Εξακολουθούμε να ζούμε σ’ έναν παγκόσμιο πολιτισμό του οποίου ο κοσμικός και τεχνικός-επιστημονικός προσανατολισμός περιορίζει όχι μόνο τους ισχυρισμούς των θρησκειών αλλά και τις ίδιες τις θρησκείες. Τί νόημα θα είχε, σ’ έναν προοδευτικό, επιστημονικό και τεχνοκρατούμενο κόσμο, να επιμένουμε στην αυθεντία ενός ξεπερασμένου θεού και στο Λόγο του που όχι μόνο ανήκει στο παρελθόν, αλλά και δεν αντιλαμβάνεται τις προτεραιότητές μας; Ένας θεός που, αν μπορεί να σταματήσει τον πόνο μας και δεν το κάνει, είναι επικίνδυνος, αν δεν μπορεί, είναι άχρηστος;

Όπως θα περίμενε κανείς, διαφορετικοί πολιτισμοί αντιδρούν διαφορετικά σ’ αυτόν τον περιορισμό της θρησκευτικότητας. Στη βόρεια Αμερική, οι πιστοί αισθάνονται αρκετά δυνατοί να διεξάγουν πολιτισμικό πόλεμο κατά της πλειονότητας των αδιάφορων, αλλά προς το παρόν τουλάχιστον, χωρίς καμιά πιθανότητα επιτυχίας. Στην ανατολική Ασία, δεν υπάρχουν ηγεμονικές θρησκευτικές ή άλλες πεποιθήσεις (με εξαίρεση ίσως τη βόρεια Κορέα). Η Ιαπωνία, με το υψηλότερο ποσοστό άθεων στον κόσμο, είναι στις πρώτες θέσεις του τεχνολογικού πολιτισμού. Η Κίνα, όπου και τα τελευταία κάστρα του Κομφουκιανισμού περιέπεσαν στην δικαιοδοσία των κόμικς, έρχεται.

Το περίεργο είναι ότι από όλες τις πολιτιστικές περιοχές του πλανήτη μας, οι περιοχές που κυριαρχεί το Ισλάμ είναι αυτές με τη μικρότερη διείσδυση αθρησκείας. Τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα, είναι οι φονταμενταλιστές που εκπροσωπούν την αιχμή του πολιτισμού τους. Εξυπακούεται ότι δεν θα πρέπει να περιμένουμε από τον Ισλαμικό κόσμο τις ίδιες αντιδράσεις απέναντι στη θρησκεία που βλέπουμε στη Δύση. Ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός χαρακτηρίζεται από δυο ιστορικά φαινόμενα, και τα δύο παράγωγα του 19ου αιώνα. Το πρώτο ήταν η αμείλικτη «κριτική στάση» απέναντι στη βίβλο. Μια έντονα φιλολογική προσέγγιση στις παραδοσιακές γραπτές πηγές της δυτικής θρησκείας, που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια συρραφή πηγών και συγκερασμό εποχών που ελάχιστα ικανοποιεί την ανάγκη της πραγματικότητας. Το δεύτερο ήταν η διάθεση των ίδιων των πιστών να αδιαφορήσουν για την μετακίνηση της θρησκευτικότητας των μαζών. Ελάχιστοι στοχαστές θέλησαν να απωθήσουν την θρησκευτική κριτική των πολλών και ουδείς φάνηκε να ενοχλείται από την ραγδαία αύξηση της αμφισβήτησης. Η άλωση της δυτικής θρησκείας προήλθε εκ των έσω! Κανένα από αυτά τα δυο φαινόμενα, ιδιαίτερα το πρώτο, δεν συνέβη στο Ισλάμ. Φαίνεται ότι σύγχρονες επιστημονικές μέθοδοι κριτικής εξέτασης του Κορανίου δεν καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Πρόκειται για αμείλικτα ιστορικό κείμενο, με πανθομολογούμενη λογοτεχνική και ιστορική αξία.

Το παραδοσιακό Ισλάμ δεν υπήρξε άμοιρο ρεβιζιονιστικών τάσεων, στο παρελθόν και στο παρόν, μάλλον και στο μέλλον. Για παράδειγμα, ο γνωστός νομομαθής ισλαμιστής Αλ-Σάφι (πέθανε το 820), ισχυρίστηκε ότι όταν ο Θεός μίλησε στον Προφήτη για τα «καλά» και «κακά» φαγητά (Κοράνι, 7:157) πρέπει να εννοούσε τις διατροφικές συνήθειες των Αράβων της εποχής και έτσι πρέπει να τις ερμηνεύσουμε. Το παραδοσιακό Ισλάμ όμως δεν έκανε ποτέ το βήμα της αποδοχής του ιερού του κειμένου σαν έκφραση της εποχής που δημιουργήθηκε. Και δεν φαίνεται να το κάνει ούτε στο προβλεπόμενο μέλλον.

Η αντίδραση του Ισλάμ στο παγκόσμιο κίνημα κοσμικότητας και τεχνολογίας φαίνεται να είναι μάλλον η ενίσχυση της θρησκευτικής ακαμψίας παρά η ελαστικότητα της προσαρμογής. Ίσως να οφείλεται στην αύξηση της δύναμης του φονταμενταλισμού στα Ισλαμικά κράτη. Ίσως να οφείλεται στην αδυναμία του να αντιληφθεί την πραγματικότητα. Για πόσο θα διατηρήσει τη δύναμή του ο φονταμενταλισμός στο Ισλάμ, είναι δύσκολο να προβλέψουμε. Το Ιράν είναι η χώρα που πρέπει να παρακολουθούμε. Στο μεταξύ, ας δούμε τα γεγονότα που διέπουν το Ισλάμ, τους νόμους και τη σημασία τους.

Πίσω στα Περιεχόμενα

Συνέχεια στο Δεύτερο Κεφάλαιο



Κεφάλαιο Δεύτερο

Ο Θεός του Ισλάμ: Μοναδικότητα
credo ut intelligum… γιατί δεν προσπαθώ να καταλάβω για να έχω πίστη, αλλά έχω πίστη για να καταλαβαίνω. Γιατί πιστεύω ακόμα και αυτό: Δεν θα καταλάβω εκτός αν πιστεύω…

H Περίοδος της Άγνοιας
Γύρω στο έτος 610, ένας Άραβας έμπορος από την πλούσια πόλη της Μέκκας, στην περιοχή Χιτζάζ, της Αραβικής χερσονήσου, που ποτέ δεν είχε διαβάσει τη Βίβλο και μάλλον δεν είχε ακούσει τίποτα για τους προφήτες του Ισραήλ, είχε μια εμπειρία εκπληκτικά παρόμοια με αυτούς. Όπως κάθε χρόνο, το μήνα Ραμαντάν, ο Μοχάμεντ Ιμπν Αμπντάλαχ, ο Μωάμεθ, όπως τον αποκαλούμε στην Ελλάδα, μέλος της φυλής της Μέκκας Κουραίς, πήγαινε με την οικογένειά του να προσευχηθεί στο θεό των Αράβων στο όρος Χίρα, κάτι συνηθισμένο για τους Άραβες της χερσονήσου. Εκτός από την προσευχή, ο Μωάμεθ είχε και άλλα στο μυαλό του. Δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος από την κατάσταση των Κουραίς και της Μέκκας. Πριν μερικές δεκαετίες, οι πρόγονοί του ζούσαν τη μίζερη ζωή των Βεδουίνων, με λιγοστά αγαθά και καθημερινή μάχη για νερό και τροφή, το καθημερινό δράμα των νομάδων της ερήμου. Τα τελευταία χρόνια του έκτου αιώνα όμως η ζωή στη Μέκκα άλλαξε ριζικά. Οι Κουραίς είχαν εκπληκτική επιτυχία στο εμ
πόριο και η Μέκκα έγινε ο σημαντικότερος οικισμός στην Αραβία. Είχαν πλουτίσει πέρα από κάθε τους όνειρο. Τα παλιά έθιμα της ευγενικής νομαδικής φυλής είχαν δώσει τη θέση τους σε έναν άγριο και ανελέητο καπιταλισμό. Ο άκρατος φυλετισμός και οι αδιάκοποι πόλεμοι ανάμεσα στις πολλαπλές φυλές της Αραβίας δεν είχαν τέλος. Ο Μωάμεθ ήξερε ότι οι Κουραίς, αλλά και όλοι οι Άραβες ήταν στο δρόμο της καταστροφής.
Οι Κουραίς, όπως όλοι οι Άραβες, λάτρευαν πολλούς θεούς, με πρώτο τον ΑΛ-ΛΑΧ που το όνομά του σήμαινε απλά ‘Ο Θεός’. Ο νέος τους θεός ήταν το χρήμα που τους έσωσε από την σκληρή νομαδική ζωή. Είχαν τώρα σχεδόν αρκετή τροφή και η Μέκκα εξελίχθηκε σε παγκόσμιο κέντρο εμπορίου. Τώρα ήταν κύριοι του εαυτού τους και πολλοί πίστεψαν ότι η νέα κατάσταση τους έκανε αθάνατους. Ο Μωάμεθ όμως, μαζί μερικούς άλλους έξυπνους της φυλής, ήξερε ότι αυτό θα ήταν η καταστροφή τους. Παλιά, πρώτα ήταν η φυλή και μετά το άτομο, τώρα ακριβώς το αντίθετο. Τώρα ο ατομικισμός είχε αντικαταστήσει την ομαδικότητα και ο ανταγωνισμός ήταν το νέο ιδανικό. Είχαν αρχίσει να βάζουν στο κέντρο της ζωής τον εγωτισμό και την απληστία.
Την εποχή εκείνη, κάθε πολιτική λύση ήταν αναγκαστικά θρησκευτικής φύσεως. Ο Μωάμεθ ήξερε ότι οι Κουραίς έκαναν το χρήμα νέα θρησκεία τους. Χάρις σ’ αυτό είχαν σωθεί από τα κακά της νομαδικής ζωής και τη συνεχή βία των πολεμικών συρράξεων με άλλες φυλές Βεδουίνων, όπου στις αφιλόξενες στέπες της αραβικής ερήμου, καθημερινά αντιμετώπιζαν την εξαφάνισή τους. Στο υπόλοιπο κομμάτι της Αραβικής χερσονήσου, η κατάσταση δεν ήταν πολύ καλύτερη. Οι Βεδουίνοι της ερήμου ζούσαν σε σκληρό ανταγωνισμό μεταξύ τους για τις απαραίτητες ανάγκες της ζωής. Οι Άραβες, για να αντιμετωπίσουν τη σκληρή πραγματικότητα είχαν αναπτύξει μια ιδεολογία, το μουρουβάχ - που για πολλούς δυτικούς σημαίνει «ανδρισμός», αλλά είναι πιο κοντά στο δικό μας «φιλότιμο» - με την οποία αναπλήρωναν τις λειτουργίες της θρησκείας. Στην πραγματικότητα δεν είχαν θρησκεία. Υπήρχε ένα πάνθεον ειδωλολατρικών θεοτήτων που λάτρευαν υποτυπωδώς σε συγκεκριμένους τόπους λατρείας. Δεν είχαν όμως αναπτύξει μυθολογία ερμηνευτική της θέσης των θεοτήτων στη ζωή τους, ούτε γνώριζαν μετά θάνατο ζωή. Αναγνώριζαν μόνο το νταρχ, το χρόνο ή τη μοίρα. Το μουρουβάχ, ο ανδρισμός, το φιλότιμο, επέβαλε συγκεκριμένη στάση ζωής, ένα είδος θρησκευτικής προσήλωσης, πιο κοντά στην αρχαία Ελληνική αρετή: ο Άραβας έπρεπε να είχε ηρωισμό και αυταπάρνηση στη μάχη, να αντέχει τις κακουχίες, να είναι απόλυτα αφιερωμένος στη φυλή – και να υπακούει τυφλά και άμεσα στο σαγίντ, τον αρχηγό του. Έπρεπε να είναι ευγενής και μεγαλόψυχος σε όσους τον έχουν ανάγκη, να βοηθάει τους φτωχούς και τα ορφανά, να δίνει όλα του τα υπάρχοντα στον επισκέπτη – και να εκδικείται αμέσως το κακό που κάνουν άλλοι σε οποιοδήποτε μέλος της φυλής του.
Για να εξασφαλίσει την επιβίωση της φυλής, ο αρχηγός – σαγίντ­­ – μοίραζε τον πλούτο του εξίσου σε όλους τους υπηκόους του, τους προστάτευε και έπαιρνε εκδίκηση για τον άδικο φόνο, με φόνο – αίμα για αίμα. Και δεν ήταν απαραίτητο να σκοτωθεί ο ίδιος ο δολοφόνος – που μπορούσε άλλωστε να εξαφανιστεί στην έρημο. Ένα οποιοδήποτε μέλος της εχθρικής φυλής αρκούσε. Η φυλετική εξομοίωση, στην προ-Ισλαμική Αραβία ήταν απόλυτη και αμείλικτη. Όσο βίαιη κι’ αν ήταν, εξασφάλιζε την ισότητα όλων και την αδιαφορία στα υλικά αγαθά – τόσο λίγα και πολύτιμα στη ζωή των νομάδων της ερήμου.
Στην τελευταία φάση της προ-Ισλαμικής περιόδου, που οι Μουσουλμάνοι αποκαλούν τζαχιλιγιάχ – περίοδος άγνοιας – οι Άραβες βρίσκονταν σε αναταραχή και πνευματική εγρήγορση. Τους περιέβαλαν δυο μεγάλες αυτοκρατορίες: οι Πέρσες Σασανίδες και το Βυζάντιο. Σύγχρονες ιδέες είχαν αρχίσει να διεισδύουν στην Αραβία και από τους δυο. Έμποροι που ταξίδευαν στη Συρία και το Ιράκ γυρνούσαν με απίστευτες ιστορίες για τα θαύματα του πολιτισμού. Οι ίδιοι οι Άραβες όμως, φαίνεται ότι ήταν καταδικασμένοι σε αιώνια βαρβαρότητα. Οι φυλές ήταν απασχολημένες σε ατέλειωτους πολέμους που δεν άφηναν περιθώρια για οποιοδήποτε προσπάθεια συνένωσής τους στο μεγάλο Αραβικό Έθνος που φαίνεται ότι προορίζονταν. Στην κατάσταση που ήταν δεν θα μπορούσαν να πάρουν τις τύχες τους στα χέρια τους και να ιδρύσουν τον πολιτισμό τους. Ήταν ευάλωτοι σε ξένες παρεμβάσεις και εκμετάλλευση. Πράγματι, η πιο εύφορη και σημαντική περιοχή της Αραβικής χερσονήσου, η σημερινή Υεμένη (με την ευλογία των μουσώνων) ήταν επαρχία των Περσών.
Ο Μωάμεθ ήταν άνθρωπος εξαιρετικής ευφυΐας. Όταν πέθανε, το 632, είχε καταφέρει να ενώσει όλες σχεδόν τις φυλές των Αράβων σε μια νέα κοινότητα, την ούμα. Είχε φέρει στους Άραβες μια νέα, πρωτοφανή γι’ αυτούς πνευματικότητα, που ταίριαζε στις παραδόσεις τους και είχε απελευθερώσει τέτοιες δυνάμεις, που μέσα σε εκατό χρόνια είχαν ιδρύσει τη δική τους αυτοκρατορία, από τα Ιμαλάια μέχρι τα Πυρηναία, και είχαν αναπτύξει δικό τους πολιτισμό. Κι’ όμως, εκείνη την ημέρα του μήνα Ραμαντάν του έτους 610, στην προσευχή του στο όρος Χίρα, ο Μωάμεθ δεν μπορούσε να φανταστεί τις τόσες επιτυχίες που τον περίμεναν. Όπως πολλοί από τους συμπατριώτες του, ο Μωάμεθ ήξερε ότι ο Αλ-Λάχ που πίστευαν οι Άραβες, ήταν ίδιος με το Θεό των Χριστιανών και των Εβραίων. Πίστευε επίσης ότι μόνο ένας προφήτης του Θεού αυτού θα μπορούσε να λύσει τα προβλήματα του λαού του, αλλά δεν πίστευε ότι ο προφήτης αυτός θα ήταν ο ίδιος.
Τον έβδομο αιώνα, οι περισσότεροι Άραβες πίστευαν ότι η Καάμπα, η τεράστια πέτρα σε σχήμα κύβου στο κέντρο της Μέκκας, σαφώς από πολύ αρχαία χρόνια, ήταν δώρο του Αλ-Λαχ. Όλοι οι κάτοικοι της Μέκκας ήταν περήφανοι για την Καάμπα τους. Κάθε χρόνο, Άραβες από όλη τη χερσόνησο έκαναν το χατζ, έρχονταν να την προσκυνήσουν, τελώντας τις απαραίτητες τελετές για αρκετές μέρες. Στη διάρκεια αυτών των τελετών, απαγορεύονταν όλες οι βιαιοπραγίες, αφήνοντας έτσι τους επισκέπτες να ασχοληθούν ελεύθερα και χωρίς φόβο με τις εμπορικές τους συναλλαγές, που είχαν κάνει τόσο πλούσιους τους Κουραίς. Εκτός από πλούτη, είχαν αποκτήσει και σημαντικό κύρος, σαν επίσημοι επιστάτες της Καάμπα και τα γύρω από αυτήν ιερά τεμένη. Όμως, ο Αλ-Λαχ, ενώ είχε ευνοήσει τους Κουραίς, δεν είχε στείλει ποτέ έναν προφήτη του σε αυτούς, όπως τον Αβραάμ, τον Μωυσή ή τον Ιησού, ούτε είχαν δικιά τους Γραφή, στη γλώσσα τους.
Οι Άραβες της χερσονήσου ήταν πολύ περήφανοι άνθρωποι. Αν και αναγνώριζαν την πνευματική υπεροχή των αλλοφύλων που τους περιέβαλαν, δεν ήταν διατεθειμένοι να αποδεχθούν τις θρησκείες τους. Οι Βυζαντινοί από τα δυτικά, οι Εβραίοι από τα βόρεια, οι Πέρσες από τα ανατολικά είχαν διεισδύσει στην Αραβική χερσόνησο, χωρίς μεγάλες επιτυχίες στη μετάδοση του πολιτισμού τους στους Βεδουίνους. Οι πόλεις Γιαθρίμπ (αργότερα Μεδίνα) και Φαντάκ, είχαν σημαντικές αποικίες αλλοθρήσκων, ιδιαίτερα Εβραίων, αλλά οι Βεδουίνοι, διάσπαρτοι σε όλη την έρημο, δεν είχαν σχέση με αυτούς. Λίγοι μόνο νομάδες στα βόρεια και ανατολικά είχαν ασπασθεί τον Νεστοριανό Χριστιανισμό και ακόμα λιγότεροι τον Ιουδαϊσμό. Το τελευταίο πράγμα που ήθελαν οι Άραβες ήταν να ασπασθούν τις θρησκείες των καταπιεστών και ιμπεριαλιστών που τους εκμεταλλεύονταν.
Όμως, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν καιρός να ενωθούν και να αποκτήσουν μια νέα, μονοθεϊστική θρησκεία. Την πολιτική και πολιτιστική αυτή αναγκαιότητα είχε αναγνωρίσει ο Μωάμεθ. Και άλλοι πριν απ’ αυτόν είχαν αναγνωρίσει την αναγκαιότητα αποκάλυψης μιας νέας ιδεολογίας, μιας νέας, της αληθινής, θρησκείας των Αράβων, που θα τους οδηγούσε στο πεπρωμένο τους. Ο Ζαγίρ Ιμπν Αμρ, αρχηγός των Κουραίς είχε δημόσια δηλώσει ότι οι Κουραίς έπρεπε να βρουν τον δρόμο για τον θεό του Αβραάμ και να πείσουν τους άλλους Άραβες να τον αποδεχτούν[7].
Η επιθυμία του Ζαγίρ για θεϊκή αποκάλυψη στους Κουραίς εκπληρώθηκε στο όρος Χίρα το έτος 610, την έβδομη νύχτα του μήνα Ραμαντάν, όταν ο Μωάμεθ αιφνιδιάστηκε στον ύπνο του από μια έντονη θεϊκή παρουσία. Εξήγησε αργότερα στους συγγενείς του – με τυπικά Αραβικές εικόνες - ότι αισθάνθηκε να τον σηκώνει ένας άγγελος και να του δίνει τη σαφή εντολή: Ίκρα!, δηλαδή ‘απάγγειλε!’. Αυτός αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο που είχαν αντιδράσει πριν από αυτόν οι προφήτες του Ισραήλ, φοβήθηκε και είπε «δεν είμαι απαγγελτής (ιστορός)». Δεν ήταν καχίν, ιστορός, παραμυθάς, ή ρήτορας[8]. Ο άγγελος όμως δεν τον άφησε ήσυχο και τον διέταξε, αυτή τη φορά με ένταση: ίκρα! Και αυτός βρήκε στο στόμα του το Λόγο του Θεού, πρώτη φορά στην Αραβική γλώσσα[9] :
Διάβασε με το όνομα του Κυρίου σου που δημιούργησε (1)
Έπλασε τον άνθρωπο από ένα (απλό) θρόμβο πηκτού αίματος (2)
Διάβαζε! Και ο Κύριός σου είναι ο πλέον Γενναιόδωρος (3)
Που δίδαξε (τη χρήση) της Γραφίδας (της πέννας) (4)
Δίδαξε τον άνθρωπο ότι δεν ήξερε (5)
Ο Λόγος του Θεού είχε δοθεί για πρώτη φορά στην Αραβική γλώσσα και τελικά θα έμενε γνωστή σαν Κου’ραν, ‘η απαγγελία’, ή επί το Ελληνικότερο, το Κοράνι.
Ο Μωάμεθ ξύπνησε τρομαγμένος ότι είχε γίνει απλός και αμφισβητούμενος καχίν, απαγγελτής, που οι άνθρωποι προσέφευγαν για να βρουν τη χαμένη καμήλα τους. Ο Μωάμεθ και οι οπαδοί του δεν έπαυσαν ποτέ να τονίζουν την διαφορά του Κορανίου από την παραδοσιακή Αραβική απαγγελία ιστοριών. Ο ίδιος ο Μωάμεθ, περιγράφει ως εξής την εμπειρία του [10]:
Στα μέσα του δρόμου προς το βουνό, άκουσα μια φωνή από τον ουρανό να μου λέει: Μωάμεθ, είσαι ο απόστολος του Θεού κι’ εγώ είμαι ο Γαβριήλ» Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα έναν άνθρωπο με τη μορφή του Γαβριήλ και με τα πόδια του στον ορίζοντα…
Τρομαγμένος, ο Μωάμεθ σύρθηκε μέχρι τη γυναίκα του Χαντίγια και ζήτησε να τον προστατεύσει. Το φαινόμενο όμως επαναλήφθηκε και για πολλά χρόνια ο Μωάμεθ έφερε στους Άραβες το Λόγο του Θεού, σε αντίθεση με τις Εβραϊκές Τορα που αποκαλύφθηκαν στον Μωυσή μονομιάς στο όρος Σινά, το Κοράνι αποκαλύφθηκε στο Μωάμεθ λίγο-λίγο, σταδιακά, στοίχο-στοίχο, σε περίοδο είκοσι τριών χρόνων. Η αποκάλυψη ήταν μακρά και επίπονη. Στους μετέπειτα χρόνους του ο Μωάμεθ είχε πει: «Ποτέ δεν έλαβα μια αποκάλυψη χωρίς να αισθανθώ ότι η ψυχή μου έβγαινε από μέσα μου»[11]. Έπρεπε να ακούει με προσοχή το Θείο Λόγο, προσπαθώντας να καταλάβει κάτι που δεν ήταν πάντα κατανοητό γι’ αυτόν. Ορισμένες φορές, το νόημα του μηνύματος ήταν ξεκάθαρο, άλλες πάλι ήταν εντελώς ακατανόητο. Ίδρωνε ακόμα και τις πιο κρύες νύχτες, προσπαθώντας να καταλάβει το μήνυμα που έπρεπε μετά να απαγγέλλει.[12]
Δεν μας εκπλήσσει το γεγονός ότι ο Μωάμεθ υπέφερε τόσο πολύ κατά τη διάρκεια της αποκάλυψης: όχι μόνο ετοίμαζε μια νέα πολιτική λύση για τους Άραβες, αλλά συνέθετε ένα από τα κλασσικότερα έργα στην ιστορία της ανθρωπότητας. Κατάλαβε ότι επρόκειτο να βάλει στα Αραβικά τα λόγια του Θεού, γιατί το Κοράνι είναι για το Ισλάμ τόσο κεντρικό όσο ο Ιησούς για τον Χριστιανισμό: ο Λόγος του Θεού.
Ο Προφήτης
Ξέρουμε περισσότερα για το Μωάμεθ από ότι για οποιονδήποτε άλλον ιδρυτή θρησκείας και στο Κοράνι, του οποίου οι Σούρες (κεφάλαια) χρονολογούνται με σχετική ακρίβεια, βλέπουμε πώς τα οράματα του Μωάμεθ εξελίσσονται από τοπικής σημασίας παρεμβάσεις, σε παγκόσμιας εμβέλειας οράματα. Στην αρχή, ο Μωάμεθ δεν μπορούσε να φανταστεί όλα όσα έπρεπε να εκπληρώσει. Αυτά του αποκαλύπτονταν σιγά-σιγά, καθώς καταλάβαινε την εσωτερική λογική των γεγονότων. Στο Κοράνι, έχουμε ένα χρονικό σχολιασμό των πηγών του Ισλάμ, μοναδικό στην ιστορία των θρησκειών. Στο Ιερό αυτό Βιβλίο, ο Θεός φαίνεται να σχολιάζει την κατάσταση που διαμορφώνεται: απαντά στις κριτικές για τον Μωάμεθ, εξηγεί τη σημασία των μαχών και των τοπικών διενέξεων στις πρώτες Μουσουλμανικές κοινότητες και σημειώνει την Θεία διάσταση της ανθρώπινης ζωής. Το κοράνι δεν αποκαλύφθηκε στον Μωάμεθ στη σειρά που το διαβάζουμε σήμερα, αλλά με σειρά τέτοια που επέτρεπε την καλύτερη χρονική και εννοιολογική αντίληψη των γεγονότων. Καθώς του αποκαλύπτονταν τα κομμάτια, ο Μωάμεθ που δεν ήξερε ούτε να διαβάζει ούτε να γράφει, έπρεπε να τα απαγγέλλει δυνατά, να τα μαθαίνει απ’ έξω, να τα επαναλαμβάνει πολλές φορές στους οπαδούς του, μέχρι που και αυτοί να τα μάθαιναν απ’ έξω, ώσπου κάποιοι εγγράμματοι να τα γράψουν στο χαρτί. Είκοσι περίπου χρόνια μετά το θάνατο του Μωάμεθ, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά η πρώτη συλλογή των αποκαλύψεων. Οι εκδότες έβαλαν τα μεγαλύτερα κεφάλαια στην αρχή και τα συντομότερα στο τέλος. Η κατάταξη αυτή δεν είναι τόσο τυχαία όσο θα νόμιζε κανείς: το Κοράνι δεν είναι ούτε αφηγηματικός λόγος, ούτε κατάλογος ισχυρισμών ή επιχειρημάτων. Δεν είναι συμπαγής καταγραφή λογικών προτάσεων. Δεν είναι δομημένος συλλογισμός ή σειρά παρεμβάσεων. Δεν είναι καν βιβλίο συμβουλών και κρίσεων. Είναι αντανάκλαση πάνω σε πολλά θέματα: η παρουσία του Θεού στο φυσικό κόσμο, η ζωή των προφητών, η Ημέρα της Κρίσεως, και πολλά άλλα.
Για τους Δυτικούς, που δεν είναι σε θέση να καταλάβουν την εξαιρετική ομορφιά της Αραβικής γλώσσας, το Κοράνι φαίνεται βαρετό και επαναλαμβανόμενο. Το Κοράνι όμως δεν προοριζόταν για προσωπική μελέτη αλλά για δημόσια τελετουργική απαγγελία. Όταν οι Μουσουλμάνοι ακούνε μια σούρα να τραγουδιέται στο τζαμί, αναπολούν την κεντρική ουσία της θρησκείας τους.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, οι Μουσουλμάνοι αρχίζουν να αναφέρονται στη Δύση σαν «Μωαμεθανοί» και η θρησκεία τους «Μωαμεθανισμός»: μια συνέπεια της αποικιοκρατίας, ένας μάλλον ηθελημένος τρόπος υποτίμησης της σημασίας του κόσμου του Ισλάμ. Η ‘συνήθεια’ αυτή συνεχίστηκε μέχρι τα μισά του 20ου αιώνα, όταν άλλαξε η πολιτική και πολιτιστική δομή του κόσμου, κυρίως με την εν μέρει εξαφάνιση της αποικιοκρατίας[13]. Οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονται το σεβασμό που οι Μουσουλμάνοι αποδίδουν στον Προφήτη τους σαν λατρεία. Οι Μουσουλμάνοι δεν αναφέρονται ποτέ στον εαυτό τους σαν «Μωαμεθανοί», γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι λατρεύουν τον Μωάμεθ όπως οι Χριστιανοί λατρεύουν τον Ιησού. Κάτι τέτοιο είναι για τους Μουσουλμάνους άκρως υβριστικό. Ο Αγγελιοφόρος ήταν Προφήτης και όχι Θεός. Οποιοσδήποτε τέτοιος υπαινιγμός προσβάλλει τις βασικές αρχές του Ισλάμ και τον πρώτο πυλώνα της Μουσουλμανικής πίστης: «Δεν υπάρχει άλλος θεός από τον Θεό και Προφήτης Αυτού ο Μωάμεθ». Το Κοράνι, στην πρώτη Σούρα, ρητά αναφέρει ότι οι Μουσουλμάνοι λατρεύουν μόνο τον Ένα και Μοναδικό Θεό και σε Αυτόν προσεύχονται [14]:
Στο όνομα του Αλ-Λαχ, του Παντελεήμονα, του Πολυεύσπλαχνου (1)
Η Δόξα ανήκει στον Αλ-Λαχ, τον άρχοντα όλων των κόσμων (2)
Τον Παντελεήμονα, τον Πολυεύσπλαχνο (3)
Τον Ηγεμόνα της Ημέρας της Κρίσης (4)
Εσένα μόνο λατρεύουμε και Εσένα μόνο ικετεύουμε για να μας
παρέχεις τη βοήθειά Σου (5)
Αυτό σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι ο ρόλος του Προφήτη στο Ισλάμ είναι μικρός ή συνηθισμένος ή και ήσσονος σημασίας από αυτόν του Ιησού στο Χριστιανισμό. Μάλλον το αντίθετο ισχύει. Λόγω του μεγάλου εύρους των Ισλαμικών κανόνων, υπάρχουν πολύ περισσότερες πράξεις, σκέψεις και λέξεις που αποδίδονται στον Μωάμεθ, από όσες αποδίδονται στον Ιησού. Η διαφορά δεν έγκειται τόσο στις ιστορικές επιρροές των δυο προσώπων, ή στο βαθμό επιρροής τους στους οπαδούς των δυο θρησκειών, αλλά μάλλον στη διαφορετική σημασία που αποδίδεται στα έργα και τα λόγια τους. Οι Μουσουλμάνοι, όλων των πεποιθήσεων, διακρίνουν ανάμεσα στα λόγια του Μωάμεθ, με την ιδιότητά του σαν Προφήτη και Αγγελιοφόρο του Θεού – που βρίσκονται στο Κοράνι, και σε αυτά, μικρότερης σημασίας, που έχουν συλλεχθεί από συγχρόνους του σε μια δευτερεύουσα Γραφή, ονομαζόμενη Χαντίθ (Παράδοση). Αν και υφίσταται μια κάποια ασάφεια μεταξύ των δυο, σχολιαστές, Μουσουλμάνοι και μη, συμφωνούν ότι η διαφορές είναι σημαντικές.
Οι τρεις λοιπόν πηγές της Μουσουλμανικής θρησκείας, με βάση τις οποίες οι Μουσουλμάνοι – των διαφόρων σχολών και πεποιθήσεων – ασκούν την πίστη τους είναι οι εξής:
- Κου’ραν, Το Κοράνι
- Σίρα, η Βιογραφία του Προφήτη και πρακτικές που ακολούθησε ο ίδιος
- Χαντίθ, οι παραδόσεις που αφορούν στα έργα και τα λόγια του
Θα εξετάσουμε κάθε μια από αυτές ξεχωριστά.
Σίρα – Η Βιογραφία
Ο Μωάμεθ υπήρξε τόσο μεγάλη και σημαντική, παγκόσμιας σημασίας, προσωπικότητα, που είναι δύσκολο να θεωρήσουμε ότι είχε και προσωπική ζωή, και μάλιστα ότι έζησε σε έναν κόσμο χωρίς ιστορικά αρχεία, όπου η ιστορία περιβάλλεται από το μύθο και τα ιστορικά γεγονότα είναι ουσιαστικά απρόσιτα. Τα γεγονότα της ζωής του, προσεκτικά συλλεγμένα από υπαινιγμούς και έμμεσες αναφορές στο Κοράνι και από προφορικές μαρτυρίες οπαδών και διαδόχων του, καταγράφηκαν έναν αιώνα μετά το θάνατό του, σε συνθήκες δραματικά διαφορετικές από αυτές υπό τις οποίες έζησε. Τότε, οι θριαμβευτικές Αραβικές φυλές, κάτω από την νικηφόρα σημαία του Ισλάμ, είχαν ήδη διασπάσει το φράγμα της Αραβικής χερσονήσου και είχαν εξαπλωθεί στις γύρω – κατ’ αρχήν – περιοχές κυριεύοντας πολύ πιο πολιτισμένες χώρες, όπως την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη, τη Συρία, τη Μεσοποταμία, τα Περσικά υψίπεδα. Πολύ πιο ανεπτυγμένοι πολιτισμοί, ο Ζωροαστρισμός, ο Χριστιανισμός και ο Ιουδαϊσμός, βρέθηκαν υπό Αραβική κηδεμονία. Οι φυλές των Αράβων, ενωμένες κάτω από τη σημαία του Προφήτη, σταμάτησαν τις μεταξύ τους εχθροπραξίες (αλλά όχι και τις θρησκευτικό-ιδεολογικές τους διαφορές) και ξεχύθηκαν να καταλάβουν τον κόσμο. Άρχισαν να δέχονται – για πρώτη φορά – την κριτική θεολόγων από άλλες θρησκείες. Είναι αλήθεια ότι η σημασία της νέας θρησκείας δεν έγινε αμέσως αντιληπτή από τους περισσότερους θεολόγους του Χριστιανισμού: Για τουλάχιστον τρεις αιώνες, η νέα θρησκεία του Ισλάμ θεωρήθηκε από τόσο μεγάλους Χριστιανούς θεολόγους, όπως ο Μέγας Αθανάσιος, σαν αίρεση της Χριστιανικής θρησκείας, και μάλιστα λιγότερο αποκλείνουσα από άλλες αιρέσεις της εποχής όπως ο Αρειανισμός και ο Νεστοριανισμός!
Η ζωή του Προφήτη έφθασε σε εμάς από πηγές ερμηνευτικές και απολογητικές. Ερμηνευτικές γιατί επιχειρούν να εξηγήσουν πώς, πότε και κάτω από ποιες συνθήκες διάφορες σούρες του Κορανίου δόθηκαν στον Προφήτη, απολογητικές γιατί επιδιώκουν να ενισχύσουν τον Προφήτη ενόψει της κριτικής που ασκούσαν σε αυτόν οι εχθροί του Ισλάμ, μέσα και έξω από τους Άραβες της χερσονήσου. Οι τελευταίες, ιδιαίτερα, περιλαμβάνουν ρητορικούς χαρακτηρισμούς υπερφυσικού χαρακτήρα που αντικρούουν σκεπτικιστές και προκατειλημμένους κριτικούς της Προφητικής του ιδιότητας. Οι πρώτες, αν και προφανώς ιστορικά πιο πολύτιμες, μειονεκτούν από το γεγονός ότι γράφτηκαν πολλά χρόνια μετά το θάνατό του, και επομένως οι συγγραφείς τους βασίζονται σε φήμες, ιστορήσεις και ανεπιβεβαίωτα γεγονότα. Η πρώτη ιστορικά αξιοποιήσιμη βιογραφία που έχουμε είναι από το έργο του Ιμπν Ισακ[15] ο οποίος πέθανε το 767 σ.ε.[16], 135 χρόνια μετά το θάνατο του Μωάμεθ. Μια πληρέστερη, αλλά μεταγενέστερη βιογραφία είναι αυτή του Ιμπν Χισάμ[17] (πέθανε το 833 σ.ε.). Άλλες ενδιαφέρουσες βιογραφίες του Προφήτη, είναι των Αλ-Ουακιντί[18](π. 823) και Ιμπν Σαα’ντ[19] (π. 845)
Η διαφορά των τουλάχιστον εκατό ετών ανάμεσα στο θάνατο του Μωάμεθ και των πρώτων βιογραφιών του καθιστά πολύ δύσκολη την επιβεβαίωση των γεγονότων, ιδιαίτερα αν σκεφθούμε ότι την εποχή εκείνη οι Άραβες ήταν απασχολημένοι καταλαμβάνοντας τη περιοχή της Εύφορου Ημισελήνου, της περιοχής από την Ιορδανία μέχρι την ανατολική Τουρκία[20].
Ο Μωάμεθ γεννήθηκε το 570 σ.ε. στη Μέκκα, στην πόλη του τεμένους της Καάμπα. Οι Μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι η Καάμπα χτίστηκε από τον Αβραάμ (Ιμπραήμ) κατ’ εντολή του Θεού. Όπως είπαμε πιο πάνω, τα μέλη της φυλής του Μωάμεθ, οι Κουραίς, ήταν οι επίσημοι φύλακες του τεμένους. Η Μέκκα είναι χτισμένη κοντά – αλλά όχι πάνω – στις εμπορικές οδούς που συνδέουν τη μεσόγειο με την νότιο Αραβία και τον Ινδικό Ωκεανό. Τα καραβάνια που ταξίδευαν εκεί έκαναν τη μικρή παράκαμψη, λόγω κυρίως της ιερότητας της πόλης. Το μονοπώλιο των Κουραίς πάνω στο ιερό τέμενος ήταν πανάρχαιο και αποδεικνύεται με το όνομα Χουμ (άνθρωποι του τεμένους) που τους αποδίδεται. Οι ίδιοι, ξεχώριζαν τον εαυτό τους με επιμονή από τους γύρω Βεδουίνους, φορώντας ειδικά ρούχα. Οι Κουραίς δεν έφευγαν ποτέ από το τέμενος και αρνιόντουσαν να συμμετέχουν σε άλλες τελετές μακριά από αυτό (χαράμ). Ο παππούς του Μωάμεθ είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη γιατί είχε καθιερώσει την παροχή τροφής και νερού σε όλους τους προσκυνητές του τεμένους. Είχε ξανασκάψει το αρχαίο πηγάδι Ζαμζ’αμι που σχετιζόταν με τον Αβραάμ. Ο Μωάμεθ έμεινε ορφανός σε ηλικία 6 ετών και ανατράφηκε από τον παππού του και αργότερα από τον θείο του (αδελφό της μητέρας του) Αμπου Ταλίμπ. Σε μικρή ηλικία μπήκε στην υπηρεσία της Χαντίγια, μιας πλούσιας χήρας, και έκανε πολλά εμπορικά ταξίδια στη Συρία. Αυτή εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το νεαρό που τον παντρεύτηκε. Ο Μωάμεθ, ο οποίος κατά τα ειωθότα της εποχής παντρεύτηκε τουλάχιστον άλλες εννέα γυναίκες, παρέμεινε πιστός στην Χαντίγια σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Παρά την προχωρημένη ηλικία της (τον παντρεύτηκε σε ηλικία 40 ετών) του χάρισε επτά παιδιά, μεταξύ των οποίων και τρεις γιους που πέθαναν σε βρεφική ηλικία.
Σε ηλικία 40 ετών, ο Μωάμεθ άρχισε να κάνει ετήσια προσκυνήματα στο όρος Χίρα, όπου το 610 είχε την πρώτη του προφητική εμπειρία, όπως είπαμε προηγούμενα. Ο Μωάμεθ φανέρωσε στην αρχή τα οράματά του μόνο στη Χαντίγια και τον γιο του θείου του Άλι. Και οι δυο δέχτηκαν το θεόσταλτο μήνυμα και ενθάρρυναν τον Προφήτη. Για πολλά χρόνια ο Μωάμεθ δεν παρουσίαζε το μήνυμά του στο κοινό των Κουραίς, οι οποίοι όταν το έμαθαν δεν το απεδέχθησαν χωρίς αντιδράσεις. Το Κοράνι μόνο υπαινίσσεται την αντίδραση των Κουραίς στο μήνυμα του Προφήτη
Η Χαντίγια πέθανε τον ίδιο χρόνο. Ο Μωάμεθ παρέμενε πιστός σε αυτή σε όλη τη ζωή της και αυτή υπήρξε ο μεγαλύτερος υποστηρικτής του. Τον ίδιο χρόνο, ο Μωάμεθ έχασε τον άλλο μεγάλο μέντορά του, τον Αμού Ταλίμπ, που τον προστάτευε από την εχθρότητα της φυλής του. Μετά από αυτά, ο Μωάμεθ ήταν πιο εκτεθειμένος και ευάλωτος στις επιθέσεις της αριστοκρατίας των Κουραΐς. Οι οπαδοί του ήταν κυρίως από τις φτωχότερες και πιο αδύναμες τάξεις τους. Η επιτυχία του ήταν σαφώς καλύτερη ανάμεσα στους Βεδουίνους που επισκέπτονταν την Μέκκα, ιδιαίτερα στους επισκέπτες από την Γιαθρίμπ (Μεδίνα), που τον προσκάλεσαν να επισκεφθεί την πόλη τους. Η Γιαθρίμπ βρισκόταν 450 χιλιόμετρα βόρειο-ανατολικά της Μέκκας. Οι κάτοικοί της ήταν χωρισμένοι σε φατρίες και φυλές, τρεις από τις οποίες, οι Κουραΐζα, οι Καϊνούκα και οι Ναντίρ, είχαν υιοθετήσει μια μορφή Ιουδαϊσμού (όπως και ορισμένες άλλες Αραβικές φυλές είχαν προσχωρήσει σε ορισμένες μορφές Χριστιανισμού). Μια αντιπροσωπεία των κατοίκων της Γιαθρίμπ, κάλεσε τον Μωάμεθ να επισκεφθεί την πόλη τους και να αναλάβει χρέη μεσολαβητή μεταξύ τους. Το 622 σ.ε., δώδεκα χρόνια μετά την έναρξη της προφητικής του δραστηριότητας, ο Μωάμεθ πήγε στην Γιαθρίμπ, η οποία έκτοτε ονομάστηκε Μεντίνα (στα Ελληνικά, Μεδίνα ή Μαντίνα), δηλαδή ‘Πόλη του Προφήτη’. Η μετάβασή του Μωάμεθ στην Μεδίνα θεωρείται από τους Μουσουλμάνους η αρχή της προφητικής του αποστολής και είναι επίσης η αρχή του Μουσουλμανικού ημερολογίου. Ονομάζεται Χίτζρα (ή εγίρα στα Ελληνικά).
Η Απεικόνιση του Προφήτη
Οι απεικονίσεις του Προφήτη του Ισλάμ, σε όλη την ιστορία του, είναι ελάχιστες. Μια από τις παλαιότερες και πιο γνωστές, είναι αυτή από το περίφημο χειρόγραφο του Ρασίν Αλ-Ντιν από το 1307, που σήμερα βρίσκεται στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου. Δείχνει τον Προφήτη καθισμένο σε βράχους και δίπλα του τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, να τον πλησιάζει από αριστερά, δείχνοντας με τον δείκτη του δεξιού του χεριού. Αν και η εικόνα αυτή του Προφήτη, έχει κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί από σημαντικούς Μουσουλμάνους συγγραφείς και θεωρείται σημαντικό έργο τέχνης, υπάρχουν πολλοί περισσότεροι που ενοχλούνται από αυτήν. Για το λόγο αυτό αποφύγαμε την παρουσίασή της. Ενώ δεν υπάρχει καμιά ρητή απαγόρευση στο Κοράνι που να αφορά στην απεικόνιση του προφήτη, η μακρόχρονη Μουσουλμανική παράδοση θεωρεί κάθε εικόνα του Προφήτη βλασφημία στο πρόσωπο του ίδιου και του Ισλάμ. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα όταν τέτοιου είδους απεικονίσεις έχουν σκωπτική διάθεση ή προέρχονται από πηγές εχθρικές προς το Ισλάμ. Η μοναδική ιστορική πηγή που δικαιολογεί, θεολογικά, την ισλαμική αυτή εικονοφοβία, είναι μια αναφορά από τις παραδόσεις του Προφήτη, που λέει: «Δεν υπάρχει ανθρώπινο ον που να μπορεί να απεικονίσει την ομορφιά και το μεγαλείο της παρουσίας Του». Η Ισλαμική παράδοση αποφεύγει συστηματικά εικόνες και σχήματα του Αλ-Λαχ και του Προφήτη του (ενώ ουδόλως εμποδίζει τους πιστούς να τους επικαλούνται). Γι’ αυτό και η Ισλαμική τέχνη επικεντρώνεται σε άλλες μορφές παρουσίασης, όπως η αρχιτεκτονική, οι σχηματογραφία, τα περίφημα ‘αραβουργήματα’.
Η μορφή όμως του Προφήτη είναι γνωστή και υπάρχει σε πολλές περιγραφές της εποχής του. Παραθέτουμε εδώ την εικόνα που μας δίνει η Annemarie Schimmel , από το βιβλίο της ‘And Mohammad is His Messenger[21]: ‘Ο Μωάμεθ ήταν μετρίου αναστήματος, τα μαλλιά του δεν ήταν λεπτά ή εύθραυστα, δεν ήταν παχύς, το πρόσωπό του ήταν στρογγυλό και λευκό, με μεγάλα μαύρα μάτια και μακριές βλεφαρίδες. Περπατούσε σκυφτός. Είχε τη σφραγίδα της Προφητείας: μια μαύρη ελιά ανάμεσα στους ώμους. Ήταν γεροδεμένος. Το πρόσωπό του έλαμπε σαν την πανσέληνο. Ήταν ψηλότερος από το κανονικό αλλά όχι ενοχλητικά ψηλός. Τα μαλλιά του ήταν κατσαρά και πυκνά. Είχε χωρίστρα… Ο Μωάμεθ είχε φαρδύ μέτωπο και φίνα, μεγάλα, καμπυλωτά φρύδια και μια φλέβα φαινόταν στο πρόσωπό του όταν θύμωνε. Το πάνω μέρος της μύτης του ήταν καμπυλωτό. Είχε πυκνή γενειάδα, απαλά μάγουλα, δυνατό στόμα και αραιά δόντια. Είχε αραιά μαλλιά στο στήθος. Ο λαιμός του ήταν λευκός και αλαβάστρινος. Το σώμα του ήταν κανονικό, με μεγάλη κοιλιά και ευρύ στέρνο…
Στη Μεδίνα, η διδασκαλία του Μωάμεθ βρήκε πρόσφορο έδαφος. Οι Σούρες από την εποχή της Μεδίνας έχουν περισσότερα ιστορικά γεγονότα από αυτές της Μέκκας. Αναφέρονται οι νίκες των Μουσουλμάνων κατά των ειδωλολατρών εχθρών τους, ακόμα και κατά της παλιάς του φυλής, των Κουραΐς (2:217, 3:122, 33:26 κ.λπ.). Αυτά και άλλα πολλά γεγονότα περιλαμβάνονται στη σίρα (βιογραφία) του Προφήτη, όπως αυτή έγινε γνωστή στους οπαδούς του, περίπου έναν αιώνα μετά το θάνατό του. Στα χρόνια της Μεδίνας έγινε ειρηνοποιός και άτεγκτος κριτής ανάμεσα στις υποθέσεις των κατοίκων της, των Βεδουίνων, των Εβραίων και των Χριστιανών της περιοχής. Η κρίση του «ευνοούσε την αλήθεια και δικαίωνε τους δίκαιους και ευνοούσε τους φτωχούς»[22]. Η σχέση του Μωάμεθ με του Εβραίους της περιοχής έχει μεγάλη σημασία για τη μετέπειτα εξέλιξη του Ισλάμ. Οι Εβραίοι είχαν τις μεγάλες περιουσίες, τις φυτείες φοινικόδεντρων, στις οάσεις γύρω από την πόλη και οι Άραβες είχαν τη στρατιωτική ισχύ. Μεταξύ τους υπήρχε η ισορροπία της δύναμης. Ο Μωάμεθ σέβεται τους μονοθεϊστές και τη θρησκεία τους. Πείθει τους οπαδούς του να σέβονται επίσης τους χανίφ (μονοθεϊστές) και όσους έχουν τη θρησκεία τους από τους προφήτες και τις ιερές γραφές, τους ανθρώπους του βιβλίου. Οι Εβραίοι, προσωρινά δέχονται τον Μωάμεθ σαν πολιτικό αρχηγό της περιοχής, αλλά δεν τον αναγνωρίζουν σαν προφήτη της παράδοσής τους. Όταν οι Μουσουλμάνοι ενισχύονται, μετά τη νίκη του Μπαντρ, ο Μωάμεθ διώχνει από την περιοχή τους Καϊνούκα (που είχαν προσχωρήσει στον Εβραϊσμό) και δυο χρόνια αργότερα τους Ναντίρ, κατηγορώντας τους για εκμετάλλευση και περιφρόνηση των Βεδουίνων Αράβων της περιοχής. Αργότερα, όταν οι Κουραΐς συμμαχούν με τους εχθρούς των Μουσουλμάνων από την Μέκκα, και χάνουν την περίφημη «μάχη στα χαντάκια» (628 σ.ε.) οι νικηφόρες στρατιές των Μουσουλμάνων κατακρεουργούν τους Κουραΐζα, οι οποίοι, όπως αποδεικνύεται, συνωμοτούσαν να σκοτώσουν τον Προφήτη. Οι νίκες των Μουσουλμάνων είναι σαρωτικές.
Η πολιτική και πολεμική επικράτηση των Μουσουλμάνων οριστικοποιείται και ενισχύεται. Ο Μωάμεθ στρέφεται κατά των Εβραίων που συνεργάστηκαν με τους εχθρούς, ύπουλα και άνανδρα, μέσα από τις ίδιες τις γραμμές του. Οι Χριστιανοί παραμένουν ουδέτεροι και οι Μουσουλμάνοι δεν τους πειράζουν. Στο θρησκευτικό μέτωπο, το Κοράνι, από απαγγελτικό ποίημα, αποκτά την ιδιότητα της ιεράς γραφής, όπως η Αγία Γραφή των Χριστιανών, η οποία αναγνωρίζεται από τον Μωάμεθ σαν ιερό κείμενο. Ενώ οι ίδιοι οι Εβραίοι κατακρίνονται για τις θέσεις τους απέναντι στους Μουσουλμάνους, οι ιερές γραφές τους, οι Τόραχ, εξακολουθούν να θεωρούνται ιερές και σεβαστές. Μετά την πλήρη υποταγή της Μέκκας και για να μειωθεί η θρησκευτική σημασία των Εβραίων, καθορίζεται ότι οι Μουσουλμάνοι πρέπει να προσεύχονται προς τη Μέκκα (και όχι προς την Ιερουσαλήμ, όπως μέχρι τότε και όπως κάνουν πάντα οι Εβραίοι).
Η στάση των Εβραίων προς τον Μωάμεθ και τους οπαδούς του, υπήρξε – όπως φαίνεται – η μεγαλύτερη απογοήτευση στη ζωή του. Οπωσδήποτε επηρέασε την όλη στάση του απέναντι στους άλλους μονοθεϊστές. Είναι επίσης σίγουρο ότι Εβραίοι τον βοήθησαν να αντιληφθεί την διαφορά ανάμεσα στου Χριστιανούς και τους Εβραίους, και να καταλάβει τη βίβλο. Ο Μωάμεθ έμαθε τις ακριβής χρονολογίες της ζωής των προφητών. Κατάλαβε ότι ήταν σημαντικό να ξέρει ότι ο Αβραάμ έζησε πριν από τον Μωυσή και τον Ιησού. Πριν από αυτά, ο Μωάμεθ μάλλον πίστευε ότι οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί είχαν την ίδια θρησκεία. Τώρα έμαθε ότι οι διαφορές μεταξύ τους ήταν σημαντικές. Κατάλαβε επίσης ότι οι Εβραίοι, πριν από τον Μωυσή, ήταν ειδωλολάτρες και ότι οι ίδιοι αποκαλούσαν τον εαυτό τους ‘άπιστο λαό’ πριν την αποκάλυψη του Μωυσή. Για τους Άραβες γενικά, οι διαφορές ανάμεσα στις δυο θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό, δεν ήταν διακριτές. Οι Τόραχ και η Αγία Γραφή δεν φαίνονται να διαφέρουν πολύ. Είναι φανερό ότι ο Μωάμεθ υπογράμμισε τις διαφορές και τις εμφάνισε αναλυτικά στους οπαδούς του, τονίζοντας ότι και οι δυο είχαν υιοθετήσει παρείσακτα και βλάσφημα δόγματα, όπως ο Προφορικός Νόμος (των Εβραίων) και η Αγία Τριάδα των Χριστιανών.
Η πολεμική κατά των Εβραίων στο Κοράνι είναι σαφής και πολυσύνθετη και δείχνει την απειλή που αισθάνονταν από αυτούς οι πρώτοι Μουσουλμάνοι, αν και το Κοράνι επιμένει ότι όχι όλοι «οι άνθρωποι των πρώτων αποκαλύψεων» έχουν περιπέσει σε λάθη και ότι ουσιαστικά όλες οι θρησκείες είναι μία[23].
Ο Μωάμεθ δεν είχε πρόθεση να γίνει πολιτικός αρχηγός, τα γεγονότα όμως τον ανάγκασαν. Τα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στην Εγίρα και τον θάνατό του, το 632 σ.ε., ο Μωάμεθ και οι πρώτοι Μουσουλμάνοι ενεπλάκησαν σε μια απελπισμένη πάλη επιβίωσης, κατά των αντιπάλων τους στη Μεδίνα και των Κουραΐς της Μέκκας, που ήταν έτοιμοι να αφανίσουν την Ούμμα. Μερικοί δυτικοί ιστορικοί αναφέρονται στον Μωάμεθ σαν πολέμαρχο που στόχο είχε την υποταγή όλων των αντιπάλων του στη δύναμη των όπλων των οπαδών του. Η αλήθεια όμως είναι πολύ διαφορετική. Ο Μωάμεθ αγωνιζόταν για τη ζωή του, διαμόρφωνε μια θρησκεία που θα δικαιολογούσε τον δίκαιο πόλεμο που διεξήγαγε και ποτέ δεν ανάγκασε κανέναν να την ασπασθεί. Πράγματι, το Κοράνι επιβάλλει ότι «δεν μπορεί να υπάρξει εξαναγκασμός στη θρησκεία». Στο Κοράνι, επίσης, αναφέρεται ότι κάθε πόλεμος πρέπει να αποφεύγεται και ο μόνος δίκαιος είναι ο αμυντικός. Ο Μωάμεθ όμως είχε και σημαντικές πολιτικές ικανότητες. Πριν το τέλος της ζωής του είχε καταφέρει να ενώσει στην Ούμα όλες τις Αραβικές φυλές.
Τον έκτο χρόνο της Εγίρας, το 630 σ.ε., μετά από δεκάδες νικηφόρες μάχες και περισσότερες ειρηνευτικές διαδικασίες με τους Βεδουίνους, όλη η Αραβική χερσόνησος είναι Μουσουλμανική. Ο Μωάμεθ εισέρχεται πανηγυρικά στη Μέκκα, της οποίας ο διοικητής και αρχηγός, Αμπού Σουφγιάν, δέχεται το Ισλάμ και παραδίδει την πόλη αμαχητί. Ο Μωάμεθ κάνει το γύρω της Καάμπα, αγγίζει με το ραβδί του το Ιερό Τέμενος, εισέρχεται στο ναό και καταστρέφει με τα ίδια του τα χέρια τα 360 είδωλα που υπάρχουν εκεί, αφήνοντας άθικτα μόνο δύο: τις εικόνες του Ιησού και της Μαρίας που επίσης υπήρχαν εκεί. Ο Προφήτης παραμένει στην Μέκκα, προσκυνά για δεύτερη φορά το Ιερό Τέμενος και αναχωρεί για την περιοχή της σημερινής Άκαμπα, όπου ο Βυζαντινός στόλος είχε αποβιβάσει στρατό. Η Μουσουλμανική Ούμμα είναι τώρα η μόνη δύναμη στην Αραβική χερσόνησο. Στους ειδωλολάτρες της περιοχής παρέχεται προθεσμία τεσσάρων μηνών, να υποκύψουν στο Ισλάμ, να φύγουν από την περιοχή χωρίς τα υπάρχοντα τους, ή να σφαγιαστούν. Μια πρακτική που ακολουθεί το Ισλάμ για πάντα.
Το προσκύνημα στην Καάμπα, το Χατζ, είναι μέχρι σήμερα προνόμιο και υποχρέωση κάθε Μουσουλμάνου, τουλάχιστον μια φορά στη διάρκεια της ζωής του, αν το επιτρέπουν οι περιστάσεις. Οι προσκυνητές φυσικά, θυμούνται τον Προφήτη, αλλά η ιεροτελεστία θυμίζει τον Αβραάμ, την Άγαρ και τον Ισμαήλ, περισσότερο από ότι θυμίζει τον Μωάμεθ. Οι τελετές που συμβαίνουν στη διάρκεια του Χατζ είναι, για τους ξένους παρατηρητές, παράξενες και περίεργες – όπως όλες οι θρησκευτικές τελετές αλλοθρήσκων, όμως προσδίδουν μια έντονη θρησκευτική εμπειρία και εκφράζουν απόλυτα την ατομική αλλά και την ομαδική εμπειρία της Ισλαμικής πνευματικότητας. Σήμερα, η μεγάλη πλειοψηφία των προσκυνητών στη Μέκκα, στη διάρκεια του Χατζ, είναι ξένοι, όχι Άραβες, που έχουν υιοθετήσει τις αρχαίες Αραβικές τελετές. Το σπουδαιότερο και πιο καταλυτικό συναίσθημα των πιστών στο Χατζ είναι ότι όλοι ανήκουν σε μια παγκόσμια κοινωνία, χωρίς διακρίσεις, χωρίς διαφορές, υπό τη σημαία του Ισλάμ. Προχωρούν προς την Καάμπα, με τον παραδοσιακό λευκό χιτώνα του προσκυνήματος, που εξαφανίζει κάθε είδους διακρίσεις, δεν υπάρχουν φτωχοί και πλούσιοι, καλοί και κακοί, άσπροι, μαύροι και κίτρινοι, άνδρες και γυναίκες. Όλοι είναι ένα, ελεύθεροι από κάθε εγωισμό αλλά και κάθε πρόβλημα της καθημερινής τους ζωής. Μια ενδεικτική περιγραφή του συναισθήματος των Μουσουλμάνων στο Χατζ, δίνει ο Ιρανός φιλόσοφος Αλί Σαριάτι [24]:
Ενώ γυρίζεις γύρω από την Καάμπα, και καθώς την πλησιάζεις, νοιώθεις σαν ένα μικρό ρυάκι που χύνεται στο μεγάλο ποτάμι. Σε συμπαρασύρουν τα κύματα, χάνεις την επαφή σου με το έδαφος. Ξαφνικά αιωρείσαι, σε μεταφέρει το ρεύμα. Και καθώς πλησιάζεις στο κέντρο, η πίεση του πλήθους σε πιέζει τόσο πολύ, που σου δίνει νέα ζωή. Είσαι τώρα μέρος του Λαού, είσαι ο Άνθρωπος, ζωντανός και αιώνιος… Νοιώθεις να πλησιάζεις τον αιώνιο ήλιο του Κόσμου, που το πρόσωπό του σε έλκει στην τροχιά σου. Είσαι μέρος του σύμπαντος. Ξεχνάς τα πάντα… Μόνο έλξη και αγάπη για την παγκόσμια αλήθεια…
Η Μουσουλμανική Ούμμα, γίνεται ιδεολογική και πολιτική οντότητα. Μέχρι τώρα, ο Μωάμεθ είχε συνάψει συμφωνίες με τους άπιστους, είχε ακόμα μοιράσει τα λάφυρα του πολέμου με αυτούς. Τώρα, κριτήριο της αποδοχής στην Ούμμα είναι η πίστη στο Ισλάμ. Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του, το 632 σ.ε., Ο Μωάμεθ κάνει το λεγόμενο «Προσκύνημα Αποχαιρετισμού», καθορίζοντας έτσι τις ιεροτελεστίες του χάτζ. Πριν από τον θάνατό του, ο Μωάμεθ επιβάλλει το καθαρό Σεληνιακό έτος, και καθορίζει τον μήνα της Ιερής Θυσίας και του Προσκυνήματος, τα δυο σημαντικότερα θρησκευτικά γεγονότα στο Ισλάμ. Ο Μωάμεθ επιστρέφει στην Μεδίνα, αρρωσταίνει ξαφνικά και πεθαίνει στα χέρια της δεκαοκτάχρονης Αϊσά. Η Θεϊκή αποκάλυψη τελειώνει.

Κεφάλαιο Τρίτο

‘Η Παράδοση’, Χαντίθ

…Και να μην αφοσιωθείτε αποκλειστικά σε μια πίστη, έτσι ώστε να μην πιστεύετε σε καμιά άλλη. Αλλιώς θα χάσετε το καλό. Όχι μόνο: δεν θα μπορέσετε να αναγνωρίσετε την πραγματική αλήθεια. Ο Θεός, ο πανταχού παρών, παντογνώστης και πανίσχυρος, δεν περιορίζεται από μια πίστη

R.A. Nicholson, ‘Eastern Poetry and Prose’[25]


Οι Χαντίθ, που συχνά μεταφράζονται σαν «παραδόσεις», είναι στην πραγματικότητα ιστορήσεις από όσα είπε και όσα φέρεται να έκανε ο Προφήτης στη διάρκεια της ζωής του. Αρχικά μεταδόθηκαν διά ζώσης και αργότερα καταγράφηκαν και πέρασαν στις επόμενες γενιές Μουσουλμάνων. Η βιογραφία του Προφήτη, που αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, πέρασε από την ίδια διαδικασία. Συχνά οι βιογράφοι και συλλέκτες των συνηθειών του Προφήτη μας δίνουν αμφιλεγόμενες ή και αντιφατικές πληροφορίες. Με τον καιρό, οι ιστορήσεις αυτές απέκτησαν ιδιότητα θρησκευτικού δόγματος, αλλά πρώτα χρειάστηκε να περάσουν τη διαδικασία της αξιοπιστίας των πηγών.

Οι συλλέκτες των Χαντίθ, ήξεραν από τα πρώτα κιόλας χρόνια, ότι η ιστορίες που κυκλοφορούσαν για τον Προφήτη, συχνά υποκινούμενες από αντίπαλα στρατόπεδα στη διαμάχη τους για επικράτηση μετά το θάνατο του Μωάμεθ, δεν επαληθεύονται πάντα. Υπάρχει μια Χαντίθ, άγνωστο αν είναι αλήθεια, σύμφωνα με την οποία ο Προφήτης φαίνεται να έχει πει: «όποιος λέει ψέματα για εμένα θα πρέπει να βρει μια θέση στην κόλαση». Όσοι, στο πέρασμα των αιώνων, μετέδωσαν τις Χαντίθ, έχοντας συναίσθηση του γεγονότος, κατέβαλαν κάθε προσπάθεια να διασφαλίσουν την αυθεντικότητά τους, αλλά και τι δική τους αξιοπιστία. Αναπτύχθηκε ένα ειδικό σώμα «ανθρώπων της επιστήμης» που δοκίμαζε και ενέκρινε ή απέρριπτε τις Χαντίθ. Οι άνθρωποι αυτοί, των οποίων οι ικανότητες τόσο στην ιστορική έρευνα, όσο και στην θρησκευτική πίστη ήταν αποδεδειγμένες, θεωρήθηκαν κατάλληλοι να διυλίσουν τις παραδόσεις για τα όσα είπε και όσα έκανε ο Προφήτης. Όσα από αυτά έγιναν επίσημα δεκτά σαν Χαντίθ, χωρίστηκαν σε τρεις κατηγορίες: Τα σαχίχ (σίγουρα), χασάν (καλά) και νταίφ (αδύναμα). Επικράτησαν έξι συλλογές Χαντίθ, δυο από τις οποίες θεωρούνται ‘σίγουρες’: η συλλογή του Αλ-Μπουχάρι (πέθανε το 870) και του Μουσλίμ Ιμπν Αλ-Χατζάζ (π. 875). Η σημασία τους είναι αμέσως μετά το Κοράνι.

Παρά τις προσπάθειες των σοφών, ο όγκος των Χαντίθ αυξανόταν συνεχώς για πολλούς αιώνες μετά το θάνατο του Προφήτη. Υπήρξαν πολλοί, Μουσουλμάνοι και μη, σύγχρονοι αμφισβητίες της μεθοδολογίας συλλογής και αξιολόγησης των Χαντίθ, ιδιαίτερα της μεγάλης χρονικής περιόδου που μεσολάβησε μέχρι την καταγραφή τους. Ο σημαντικότερος από αυτούς, ο Ινδός Σαγίντ Αχμέτ Καν (π. 1898) και ο μαθητής του Τσιράκ Αλή (π. 1898)[26] κατέληξαν ότι οι Χαντίθ είναι «κατά το πλείστον, μια ατέλειωτη θάλασσα χαοτικών παραδόσεων, πολλές από τις οποίες είναι μείγμα αλήθειας και λάθους, μύθου και πραγματικότητας, πλεγμένα μαζί, με τρόπο που δεν αναγνωρίζεται πια η αλήθεια». Στη Δύση, ερευνητές της Ισλαμικής παράδοσης πήραν παρόμοιες θέσεις. Ο Ignaz Goldziher[27] παρατηρεί ότι «οι συλλέκτες των Χαντίθ είχαν την τάση να αναδεικνύουν σε γεγονότα, μύθους και ιστορίες από τη ζωή του Προφήτη που δεν υπάρχουν στις επίσημες βιογραφίες του». Ο Joseph Schacht[28] λέει: «οι συλλέκτες των Χαντίθ δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται για την επαλήθευση των Χαντίθ από τα νομικά αρχεία της εποχής στην οποία αναφέρονται, γεγονός που θα τις καθιστούσε αδιαφιλονίκητα ισχύουσες». Και η μεγάλη σύγχρονη ερευνήτρια και θρησκειολόγος Karen Armstrong, παρατηρεί: «Ορισμένοι, ιδιαίτερα οι Σιίτες, θεωρούν τις Χαντίθ ιερές, μόνο γιατί πιστεύουν ότι οι Ιμάμηδες που τις συνέλλεξαν ήταν μετενσάρκωση του Θείου»[29].

Πράγματι, στη σημερινή εποχή, οι συντηρητικοί Μουσουλμάνοι, ιδιαίτερα οι Σιίτες (για τους οποίους θα μιλήσουμε αργότερα) αγνοούν όλες τις κριτικές σαν «επιθέσεις των Δυτικών κατά του Ισλάμ και του πολιτισμού του» και συνεχίζουν να θεωρούν όλες τις Χαντίθ απαραίτητα μέρη της Μουσουλμανικής πίστης. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι παλαιότερες γενεές πιστών Μουσουλμάνων, και Σιιτών, ήταν πολύ πιο δύσπιστες στις Χαντίθ, από ότι είναι σήμερα μερικοί από τους απογόνους τους[30].

Ας δούμε μερικές από τις πιο σημαντικές Χαντίθ για να αντιληφθούμε τη σημασία τους στο Ισλάμ. Μια από τις παλαιότερες Χαντίθ είναι αυτή κατά την οποία ο Θεός είπε στον Μωάμεθ: «Ήμουν κρυφός θησαυρός, έφτιαξα λοιπόν τον κόσμο για να με γνωρίσουν και να φανερωθώ»[31]. Η σημασία της φράσης αυτής για τους Μουσουλμάνους είναι κεφαλαιώδης, αφού δίνει την ευκαιρία στους πιστούς να «ρίξουν μια ματιά» στην άποψη του Θείου, όπως αυτό θέλει να παρουσιάζεται προς τον κόσμο. Επίσης δίνει μια συγκεκριμένη και οριστική απάντηση στην κοσμογονική αναζήτηση της σύγχρονης επιστήμης: Υπάρχει το Σύμπαν, με την ομορφιά και τη συμμετρία του, χωρίς την ύπαρξη αναπτυγμένης, έλλογης ζωής για το καταλάβει (ανθρωποκεντρική άποψη); Η απάντηση του Ισλάμ στο κρίσιμο αυτό ερώτημα είναι σαφής, και έρχεται από μια Χαντίθ: Ναι, υπάρχει, αλλά για να γίνει αντιληπτό πρέπει, το ίδιο το Σύμπαν, να δημιουργήσει τη ζωή, να την διατηρήσει για πολλά εκατομμύρια χρόνια (δισεκατομμύρια πιθανόν) έτσι ώστε να προλάβουν να αναπτυχθούν έλλογοι οργανισμοί που θα μπορέσουν – έστω και περιορισμένα – να το καταλάβουν. Η φράση αυτή, επίσης υπονοεί ότι ο Θεός δεν έφτιαξε «τον άνθρωπο», αλλά τον «κόσμο» και ό,τι υπάρχει σε αυτόν. Πιθανόν και πολλούς κόσμους, γιατί όχι «ένα δισεκατομμύριο παράλληλα σύμπαντα»; Από την ίδια φράση συνάγεται ότι ο Θεός είναι προφανώς εκτός του δημιουργήματός του, άρα και εκτός του χρόνου, τον οποίον ελέγχει, γνωρίζει και χρησιμοποιεί. Άρα όχι απλά, ο ίδιος ο Θεός, επιστρέφει στο μέλλον και προχωράει στο παρελθόν, αλλά και οι έννοιες αυτές υπάρχουν και είναι προς έρευνα. Με τη Χαντίθ αυτή, επίσης δίνεται απάντηση στην πεσιμιστική δυτική αντίληψη ότι ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να εξαφανιστεί: δεν πρόκειται για εξαφάνιση, μετεξέλιξη ίσως, αφού χωρίς τον άνθρωπο ο Θεός δεν μπορεί «να φανερωθεί» και – προφανώς – κάτι τέτοιο επιθυμεί[32]. Τελικά, εξηγείται επίσης το γεγονός ότι, ενώ στο λεγόμενο «Δυτικό Πολιτισμό» οι επιστήμονες είναι κατά κανόνα άθεοι ή αγνωστικιστές (αφού δύσκολα συνταυτίζονται τα ευρήματα της επιστήμης με τα θρησκευτικά τους δόγματα), για τους Μουσουλμάνους επιστήμονες κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο, ή ανύπαρκτο: Η επιστημονική έρευνα και γνώση είναι ουσιαστικά ο προορισμός του ανθρώπου και οι επιστημονικές ανακαλύψεις δεν αντιτίθενται με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, αφού μάλλον οι δεύτερες πρέπει να προσαρμόζονται στις πρώτες, και όχι το αντίθετο![33]

Οι Χαντίθ που έχουν συλλεχθεί από τη ζωή και το έργο του Προφήτη, ενώ βέβαια αφορούν στην καθημερινή ζωή Του, δεν περιορίζονται σε αυτή, αλλά συχνά προσλαμβάνουν ευρύτερες μεταφυσικές, κοσμολογικές και θεολογικές διαστάσεις. Ένα παράδειγμα μιας ακόμα από τις πρώτες Χαντίθ είναι αυτή που ο Προφήτης είπε για τους υπηρέτες του και του πιστούς (υπηρέτες) του Θεού [34]:

Οι υπηρέτες μου έρχονται πιο κοντά μου εκτελώντας τα καθήκοντα που έχω ορίσει για καθέναν από αυτούς. Και οι υπηρέτες μου συνεχίζουν σταδιακά να έρχονται πιο κοντά μου και τους αγαπώ, αλλά και αυτοί με αγαπούν στο τέλος, αφού γίνομαι το αφτί με το οποίο ακούν και το μάτι με το οποίο βλέπουν τον κόσμο, τα χέρια που πιάνουν και τα πόδια που πατούν

Εδώ είναι φανερό ότι ο υπερβατικός Θεός είναι πανταχού παρών και εδώ κάτω, σε μας, (όπως και στις άλλες δυο μονοθεϊστικές θρησκείες, τον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό), αλλά, (σε αντίθεση με αυτές) οι ‘υπηρέτες’ του Θεού δεν είναι απαραίτητο από την αρχή να γνωρίζουν και να αγαπούν την ‘υπηρεσία’ τους. Αυτός θα τους δείξει τί πρέπει να κάνουν και αυτοί θα τον αγαπήσουν και θα τον καταλάβουν με τον καιρό. Βάσει της παραπάνω Χαντίθ εξηγείται το γεγονός ότι το Ισλάμ δεν έκανε ποτέ κατηχητικούς ή δογματικούς προσηλυτισμούς. Για να ασπασθούν οι άπιστοι το Ισλάμ, δεν χρειάζεται να τους γίνει κατήχηση και να εντρυφήσουν στα δόγματά του. Αρκεί να δεχτούν την ύπαρξη Του (αποδεχόμενοι τη φράση ‘Ένας είναι ο Θεός και Προφήτης Αυτού ο Μωάμεθ’). Από εκεί και πέρα η Θεία Πρόνοια θα αναλάβει τα περαιτέρω. Γι’ αυτό και το Ισλάμ είναι η πιο φιλελεύθερη από τις μονοθεϊστικές θρησκείες: ούτε κλήρος, ούτε ιερείς, ούτε εκκλησία, ούτε δόγματα. Ο κάθε πιστός (υπηρέτης) του Θεού είναι μόνος του, αποκλειστικά υπεύθυνος ο ίδιος, ενώπιόν Του[35].

Η σημασία των Χαντίθ στο Ισλάμ είναι προφανώς μεγάλη. Σημαντικοί Ισλαμιστές των πρώτων αιώνων θεώρησαν ότι αυτές συμπληρώνουν και, σε ορισμένες περιπτώσεις, επεξηγούν το Κοράνι. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες ασάφειες στο Κοράνι, είναι αυτή που αφορά στη λογική ανάλυση ή την αποκαλυπτική αποδοχή του. Πώς δηλαδή πρέπει να το μελετά ο πιστός: με τη λογική του ή με την πίστη του; Το ίδιο το Κοράνι συνεχώς και αδιαλείπτως τονίζει τη σημασία της διανοητικής αντίληψης των εννοιών του. Οι σοφοί του Ισλάμ όμως δεν συμφωνούν πάντα με αυτό. Για πολλούς η προσπάθεια λογικής ερμηνείας του Κορανίου είναι αδύνατη αλλά και ανίερη. Για άλλους είναι ο μόνος τρόπος ερμηνείας του. Ο συμβιβασμός ανάμεσα στις δυο αυτές απόψεις οφείλεται σε μια Χαντίθ, όπως την αναφέρει ο Αμπού Αλ-Χασάν ιμπν Ισμαήλ Αλ-Ασάρι (878-941). Ο Αλ-Ασάρι λέει ότι ο Προφήτης είπε στους οπαδούς του το εξής: «Δεν σας είπα να εγκαταλείψετε τους λογικούς ισχυρισμούς, αλλά να πιστεύετε την αλήθεια του Θεού»[36].

Πίσω στα Περιεχόμενα

Συνέχεια στο Τέταρτο Κεφάλαιο